-
1 επινοίαις
-
2 ἐπινοίαις
См. также в других словарях:
ἐπινοίαις — ἐπίνοια thinking on fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιορκητικός — ή, ό / πολιορκητικός, ή, όν, ΝΜΑ [πολιορκώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολιορκία («ταῖς πολιορκητικαῑς ἐπινοίαις καὶ βίαις χρησάμενοι», Πολ.) 2. αυτός που χρησιμεύει για τη διεξαγωγή πολιορκίας («πολιορκητικές μηχανές» μηχανικές… … Dictionary of Greek