-
1 επιμελεία
ἐπιμελείᾱͅ, ἐπιμέλειαcare bestowed upon: fem dat sg (attic doric aeolic)ἐπιμελείᾱͅ, ἐπιμέλειαcare bestowed upon: fem dat sg (attic doric ionic aeolic) -
2 ἐπιμελείᾳ
ἐπιμελείᾱͅ, ἐπιμέλειαcare bestowed upon: fem dat sg (attic doric aeolic)ἐπιμελείᾱͅ, ἐπιμέλειαcare bestowed upon: fem dat sg (attic doric ionic aeolic) -
3 επιμελεια
ἥ1) забота, радение, попечение(τινος Xen., Plat., Arst., Plut.; περί τινος Thuc., Isocr.; περί τινα и περί τι Plat., Arst.; πρός τινα и πρός τι Plat., Dem., Plut.)
ἐπιμέλειαν ποιεῖσθαι или ἔχειν τινός Her., Xen., περί τι Plat. и περί τινος Thuc., тж. δι΄ ἐπιμελείας ἔχειν τινά Isae. — заботиться о ком(чем)-л.;οἰκείων ἅμα καὴ πολιτικῶν ἐ. Thuc. — попечение как о личных, так и о государственных делах;ἐπιμέλειαι καὴ σπουδαί τινος Plat. — усиленное попечение о чем-л.;ἐ. τῶν κοινῶν Isocr. — выполнение общественных поручений;2) ( в отличие от ἀρχή) общественное поручение, общественный пост3) занятие, дело, область деятельности, поприщеἡ κατὰ γῆν ἐ. Xen. — роль сухопутной державы;
ἐν ταῖς ἄλλαις ἐπιμελείαις, περὴ ὧν ἐστὴν ἐπιστήμη Arst. — во всех прочих отраслях науки;ἐ. πολεμικῶν Arst. — военное дело; -
4 επιμέλεια
-
5 ἐπιμέλεια
-
6 ἐπιμέλεια
ἐπιμέλεια, ας, ἡ (s. ἐπιμελής and next entry; Hdt. et al. The ἐπιμ-family is especially common in administrative documents.) careful attention displayed in discharge of obligation or responsibility, care, attention, of care received ἐπιμελείας τυχεῖν be cared for (Isocr. 6, 154; 7, 37; Athen. 13, 56 p. 589c; POxy 58, 22 αἱ ταμιακαὶ οὐσίαι τῆς προσηκούσης ἐπιμελείας τεύξονται; Philo, Spec. Leg. 3, 106; Jos., Ant. 2, 236) Ac 27:3.—Of exercise of diligence ἐν πάσῃ ἐ. σαρκικῇ καὶ πνευματικῇ w. all diligence, both of the body and of the spirit IPol 1:2 (cp. Diod S 14, 84, 2 ἐπιμέλεια τοῦ σώματος=care for the body).—DELG s.v. μέλω. Larfeld I 494. M-M. TW. Spicq. -
7 ἐπιμέλεια
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐπιμέλεια
-
8 επιμέλεια
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > επιμέλεια
-
9 ἐπιμέλεια
ἐπιμέλ-εια, ἡ, writtenA- εα IG22.483.24
(iv B.C.), [dialect] Aeol. gen. - ηΐας ib.12(2).243 ([place name] Mytilene); [dialect] Ion.gen. - λίης Ps.-Hdt.Vit.Hom.5(s.v.l.): — care bestowed upon a thing, attention paid to it, and abs., attention, diligence, Prose word, once in Hdt. (v. infr.), freq. in Th., X., etc.: in pl., pains, X.Cyr.1.6.4, etc.: c.gen.objecti, ἐ. τοῦ ναυτικοῦ, οἰκείων καὶ πολιτικῶν, Th.2.39,40;τῶν ἔργων Id.3.46
;τῶν πραγμάτων And. 2.13
;τῶν κοινῶν Isoc.7.25
;τῶν καμνόντων Pl.Lg. 720d
(hence, of medical treatment, S.E.P.2.240);πλήθους γεννημάτων Pl.Lg. 740d
; alsoπερί τινος τὴν ἐ. ποιεῖσθαι Th.7.56
;περὶ τοὺς νέους Lycurg.106
; πρὸς τοὺς θεούς, πρὸς τὴν πόλιν, D.22.78, Pl.Lg. 754b;εἰς τὰ ἀναγκαῖα Posidon.8J.
; ἐπιμέλειάν τινος ποιεῖσθαι, ἔχειν, Hdt.6.105, Th.6.41, Arist.Pol. 1330b11, D.61.43, cf.Pl.R. 451d; opp. ἐπιμελείας τυγχάνειν to have attention paid to one, Isoc.6.154, cf. POxy.58.22 (iii A.D.), etc.;ἐ. παρὰ τοῦ δαιμονίου Hyp.Epit.43
;δι' ἐπιμελείας ἔχειν τινά Is. 7.14
; ἐπιμελείᾳ, κατ' ἐπιμέλειαν, with diligence, X.Cyr.5.3.47, HG4.4.8; ; μετὰ πάσης ἐ. X.Eph.2.10.2. a commission or charge, Aeschin.3.13, Arist. Pol. 1299a20 (pl.); ἡ περὶ τοὺς θεοὺς ἐ. ib. 1322b18, cf. ib.30 (pl.); ἡ τῶν ἐφήβων ἐ., a special office at Athens, Din.3.15; so πρὸς τῇ ἐ. τῶν χρηματιστῶν, = ἐπιμελητὴς τῶν χρ., POxy.281.2 (i A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιμέλεια
-
10 ἐπιμέλεια
ἐπι-μέλεια, ἡ, Sorge, Sorgfalt, sorgfältige Betreibung einer Sache; ἀγέλης, Sorge für eine Herde; τῶν καμνόντων, Wartung u. Pflege; vom Gottesdienst; auch von der Ehre, die man Verstorbenen erweist. Häufige Vbdg ἐπιμέλειαν ποιεῖσϑαι, Sorge tragen, Fleiß auf etwas verwenden, besorgen; ἐπιμ. αὐτῶν ἔσται, man wird für sie sorgen; ἐπιμελείᾳ, geflissentlich, absichtlich. Verwaltung eines Amtes, von Staatsgeschäften, Amt eines Aufsehers; ἡ τῶν ἐφήβων ἐπιμ. ist ein eigenes Amt in Athen. Auch von wissenschaftlicher Beschäftigung, Wissenschaft, Kunst -
11 επιμέλεια
η1) усердие, прилежание; старание; аккуратность;μετ' επιμέλείας — усердно; — тщательно; — с охотой;
2) забота; заботливость;3) редактирование -
12 ἐπιμέλεια
забота, попечение, радение, усердие.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐπιμέλεια
-
13 ἐπιμέλεια
-
14 ἐπιμέλεια
-
15 ἐπιμέλεια
-ας + ἡ N 1 0-0-0-5-5=10 Prv 3,8.22a; 13,4; 28,25; Est 2,3care, attention, diligence Prv 3,8; public administration 1 Mc 16,14 Cf. SPICQ 1978a, 270-273 -
16 επιμέλεια
[эпимэлиа] ουσ θ усердие, прилежание. -
17 επιμέλεια
özen, ihtimam, özenli çalışma -
18 επιμέλεια
1) assiduity2) diligenceΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επιμέλεια
-
19 επιμελείας
ἐπιμελείᾱς, ἐπιμέλειαcare bestowed upon: fem acc plἐπιμελείᾱς, ἐπιμέλειαcare bestowed upon: fem gen sg (attic doric aeolic)ἐπιμελείᾱς, ἐπιμέλειαcare bestowed upon: fem acc pl (ionic)ἐπιμελείᾱς, ἐπιμέλειαcare bestowed upon: fem gen sg (attic doric ionic aeolic) -
20 ἐπιμελείας
ἐπιμελείᾱς, ἐπιμέλειαcare bestowed upon: fem acc plἐπιμελείᾱς, ἐπιμέλειαcare bestowed upon: fem gen sg (attic doric aeolic)ἐπιμελείᾱς, ἐπιμέλειαcare bestowed upon: fem acc pl (ionic)ἐπιμελείᾱς, ἐπιμέλειαcare bestowed upon: fem gen sg (attic doric ionic aeolic)
См. также в других словарях:
ἐπιμελείᾳ — ἐπιμελείᾱͅ , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem dat sg (attic doric aeolic) ἐπιμελείᾱͅ , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμέλεια — care bestowed upon fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιμέλεια — η (AM ἐπιμέλεια) [επιμελής] 1. φροντίδα, ενδιαφέρον, μέριμνα (α. «τὴν τοῡ ναυτικοῡ ἐπιμέλειαν», Θουκ. β. «τῆς πρὸς τοὺς θεοὺς ἐπιμελείας προστάτην ἐσόμενον», Δημοσθ.) 2. ζήλος, εργατικότητα («ἐδειξε μεγάλη επιμέλεια στη διάρκεια τής φετινής… … Dictionary of Greek
επιμέλεια — η 1. φροντίδα, μέριμνα, ενεργό ενδιαφέρον: Η επιμέλεια της έκδοσης του λεξικού. 2. συνεχής και προσεκτική προσπάθεια για κάτι, εργατικότητα, ζήλος: Παρουσιάζει μεγάλη επιμέλεια στοσχολείο. 3. (νομ.), η ανάθεση με δικαστική απόφαση σε κάποιον της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιμελείας — ἐπιμελείᾱς , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem acc pl ἐπιμελείᾱς , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem gen sg (attic doric aeolic) ἐπιμελείᾱς , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem acc pl (ionic) ἐπιμελείᾱς , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem gen sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμελείαι — ἐπιμελείᾱͅ , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem dat sg (attic doric aeolic) ἐπιμελείᾱͅ , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμέλει' — ἐπιμέλεια , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem nom/voc sg ἐπιμέλειαι , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem nom/voc pl ἐπιμέλειαι , ἐπιμέλεια care bestowed upon fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμελειῶν — ἐπιμέλεια care bestowed upon fem gen pl ἐπιμέλεια care bestowed upon fem gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμελείαις — ἐπιμέλεια care bestowed upon fem dat pl ἐπιμέλεια care bestowed upon fem dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμελείαισιν — ἐπιμέλεια care bestowed upon fem dat pl (epic ionic aeolic) ἐπιμέλεια care bestowed upon fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμελείης — ἐπιμέλεια care bestowed upon fem gen sg (epic ionic) ἐπιμέλεια care bestowed upon fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)