-
1 επιμαιομαι
(fut. ἐπιμάσσομαι, aor. ἐπεμασσάμην)1) дотрагиваться, прикасаться(τινα ῥάβδῳ Hom.)
μάστιγι ἐ. ἵππους Hom. — бичом ударить коней2) проводить рукой, ощупывать(ὀΐων νῶτα, ἕλκος Hom.)
χείρ΄ (= χειρὴ) ἐπιμασσάμενος Hom. — (предварительно) нащупав рукой;ξίφεος ἐπεμαίετο κώπην Hom. — (Неоптолем) взялся за рукоять меча;πυρὸς ἐ. τέχνην HH. — заняться искусством огня, т.е. разводить огонь3) устремляться, направляться, стремитьсяσκοπέλου ἐ. Hom. — держать путь на утес;
νέων ἐπιμαίεο νόστου γαίης Φαιήκων Hom. — вплавь устремись к земле феаков4) мечтать, жаждать, желать(μεγάλων δώρων Hom.; φίλων λουτρῶν Theocr.; φυγῆς Timon ap. Sext.)
-
2 επιμασσαμενος
-
3 επιμασσεται
См. также в других словарях:
επιμαίομαι — ἐπιμαίομαι (Α) 1. αποβλέπω σε κάτι, αγωνίζομαι να πετύχω κάτι («σὺ δὲ σκοπέλου ἐπιμαίεο» προσπάθησε να φτάσεις τον σκόπελο, Ομ. Οδ.) 2. αρπάζω κάτι («ξίφεος δ’ ἐπιμαίετο κώπην», Ομ. Οδ.) 3. ψηλαφώ, αγγίζω («ἕλκος δ’ ἱητὴρ ἐπιμάσσεται», Ομ. Ιλ.) 4 … Dictionary of Greek
ἐπιμαίεο — ἐπιμαίομαι strive after pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἐπιμαίομαι strive after imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεμαίετο — ἐπιμαίομαι strive after imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεμάσσατο — ἐπιμαίομαι strive after aor ind mid 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμαιόμενος — ἐπιμαίομαι strive after pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμασσαμένη — ἐπιμαίομαι strive after aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμασσάμενος — ἐπιμαίομαι strive after aor part mid masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμαίεαι — ἐπιμαίομαι strive after pres ind mp 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμαίεσθαι — ἐπιμαίομαι strive after pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμαίεται — ἐπιμαίομαι strive after pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμάσσατο — ἐπιμαίομαι strive after aor ind mid 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)