-
1 επιμασσεται
См. также в других словарях:
ἐπιμάσσεται — ἐπιμάσσομαι pres ind mp 3rd sg ἐπιμαίομαι strive after aor subj mid 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιμαίομαι — ἐπιμαίομαι (Α) 1. αποβλέπω σε κάτι, αγωνίζομαι να πετύχω κάτι («σὺ δὲ σκοπέλου ἐπιμαίεο» προσπάθησε να φτάσεις τον σκόπελο, Ομ. Οδ.) 2. αρπάζω κάτι («ξίφεος δ’ ἐπιμαίετο κώπην», Ομ. Οδ.) 3. ψηλαφώ, αγγίζω («ἕλκος δ’ ἱητὴρ ἐπιμάσσεται», Ομ. Ιλ.) 4 … Dictionary of Greek