-
1 επιμέλομαι
-
2 ἐπιμέλομαι
-
3 ἐπιμέλομαι
A v. ἐπιμελέομαι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιμέλομαι
-
4 ἐπιμελέομαι/ἐπιμέλομαι
+ V 1-0-0-1-3=5 Gn 44,21; Prv 27,25; 1 Ezr 6,26; 1 Mc 11,37; Sir 30,25to take care of [τινος] Gn 44,21Cf. HELBING 1928, 111; SPICQ 1978a 69-71. 273-275
См. также в других словарях:
ἐπιμέλομαι — ἐπιμελέομαι take pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιμελούμαι — (AM ἐπιμελοῡμαι, έομαι Α και ἐπιμέλομαι) [μέλω] φροντίζω, καταγίνομαι με κάτι με ενδιαφέρον και προθυμία, επιστατώ (α. «τὰ τῶν θεῶν ἐπιμελούμεθα», Ευρ. β. «περὶ τῆς ὑμετέρας ἀσφαλείας ἐπιμελούμενον», Ξεν.) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.)… … Dictionary of Greek
συνεπιμελούμαι — έομαι, και συνεπιμέλομαι Α [ἐπιμελοῡμαι / ἐπιμέλομαι] φροντίζω κάτι από κοινού με κάποιον άλλο («συνεπιμελῆται μεθ ἡμῶν ἁπάντων ὧν προσῆκεν», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek