Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐπιμέλομαι

См. также в других словарях:

  • ἐπιμέλομαι — ἐπιμελέομαι take pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιμελούμαι — (AM ἐπιμελοῡμαι, έομαι Α και ἐπιμέλομαι) [μέλω] φροντίζω, καταγίνομαι με κάτι με ενδιαφέρον και προθυμία, επιστατώ (α. «τὰ τῶν θεῶν ἐπιμελούμεθα», Ευρ. β. «περὶ τῆς ὑμετέρας ἀσφαλείας ἐπιμελούμενον», Ξεν.) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.)… …   Dictionary of Greek

  • συνεπιμελούμαι — έομαι, και συνεπιμέλομαι Α [ἐπιμελοῡμαι / ἐπιμέλομαι] φροντίζω κάτι από κοινού με κάποιον άλλο («συνεπιμελῆται μεθ ἡμῶν ἁπάντων ὧν προσῆκεν», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»