-
1 επιλήθομαι
-
2 ἐπιλήθομαι
-
3 ἐπιλήθω
A cause to forget, ὁ γάρ τ' [ὕπνος] ἐπέλησεν ἁπάντων laps one in forgetfulness of all, Od.20.85; ἡδονὴσφέας ἐπιλήθουσα τῶν πάρος Aret.CD2.12
;ἐπιλήσει σε ἀφροδισίων Philostr.Ep.68
:—[voice] Pass., to be forgotten, in [tense] pf. part.ἐπιλελησμένος LXX Is.23.16
, Ev.Luc.12.6: [tense] fut.- λησθήσομαι LXX Wi.2.4
.II. [voice] Med., [full] ἐπιλανθάνομαι, or more commonly [full] ἐπιλήθομαι, [dialect] Aeol. and [dialect] Dor. [suff] ἐπιλήθ-λᾱθ- Alc.Supp.25.6, S.El. 146 (lyr.), [tense] fut. - λήσομαι: [tense] aor. 2 : late [tense] aor. 1- ελήσατο Nonn.D.48.969
: with [tense] pf. [voice] Act.λέληθα Hdt.3.46
, Pi.O.(v.infr.), but more freq. [voice] Pass., Ar.Nu. 631, Lys.26.1, Pl.Phd. 75d, al.: pi[tense] pf. , Pl.Phd. 73e, al.:— let a thing escape one, forget, lose thought of, c.gen., ὅπως Ἰθάκης ἐπιλήσεται ([dialect] Ep. [tense] aor. subj.) Od.1.57; οὐδ' ὁ , cf. Hes.Th. 560; οὐδ' ὣς σχεδίηςἐπελήθετο Od.5.324
; γονέων ἐπιλάθεται ([dialect] Dor.) S.El. 146 (lyr.), cf. Hdt.4.4, Lys.26.1, etc.; l.c.: prov.,Μαλέας δὲ κάμψας ἐπιλάθου τῶν οἴκαδε Str.8.6.20
: c.acc., Hdt.3.46, E.Hel. 265, Ar.Nu. 631;ὑπὸ χρόνου τι Pl.Phd. 73e
: c.inf., Ar.V. 853, Pl.R. 563b, Hyp.Lyc.8: c. part., ὀφείλων ἐπιλέλᾱθα I forgot that I owed, Pi.O.10(11).3, cf. E.Ba. 188: with a Prep., ἐ. περὶτῶν πεπραγμένων And.1.148
; περὶ οὗ.., περὶ ὅτου.., Pl.Prt. 334d, 336d; leave disregarded, neglect,πρόσταγμα Ceb.24
.2. less freq., forget wilfully,τῶν ἐντολέων μεμνημένος ἐπελανθάνετο Hdt.3.147
; ἑκὼνἐπιλήθομαι Id.4.43
, cf. 3.75, Aeschin.1.158.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιλήθω
-
4 επιλανθανω
эп.-ион. ἐπιλήθω (fut. ἐπιλήσω и ἐπιλήσομαι, aor. ἐπέλησα, aor. 2 ἐπελᾰθόμην, pf. ἐπιλέληθα и ἐπιλέλησμαι; aor. pass. ἐπελήσθην)1) заставлять забыть, погружать в забвениеὁ ὕπνος ἐπέλησεν ἁπάντων Hom. — сон дает забвение всего
2) преимущ. med. ἐπιλανθάνομαι, чаще ἐπιλήθομαι забывать, не помнить(τινος Pind., Soph., Eur., Xen., Plat., τι Her., Eur., Arph., Plat. и ποιεῖν τι Arph., Plat.)
ἐπιλελῆσθαι ὑπὸ χρόνου Plat. и διὰ τὸν χρόνον Arst. — забыть за давностью;ἐπιλελήσμεθα γέροντες ὄντες Eur. — мы забыли про свою старость;μεμνημένος Her. или ἑκὼν ἐπιλανθάνομαί τινος Her., Aeschin. — я сознательно забываю о чем-л., стараюсь выбросить что-л. из памяти3) med. забывать, оставлять по забывчивости(τέν ζώνην Plut.)
4) pass. быть в пренебрежении -
5 καπιλήθομαι
-
6 κἀπιλήθομαι
См. также в других словарях:
ἐπιλήθομαι — ἐπιλανθάνομαι cause to forget pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀπιλήθομαι — ἐπιλήθομαι , ἐπιλανθάνομαι cause to forget pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιλήθω — ἐπιλήθω (μέσ. ἐπιλήθομαι και ἐπιλανθάνομαι) (AM) αρχ. 1. προκαλώ λήθη («ὁ γὰρ [ὕπνος] τ’ ἐπέλησεν ἁπάντων ἐσολῶν ἡδὲ κακῶν» ο ύπνος μ’ έκανε να τά ξεχάσω όλα, και τα καλά και τα κακά, Ομ. Οδ.) 2. λησμονώ («νήπιος ὃς τῶν οἰκτρῶς οἰχομένων γονέων… … Dictionary of Greek
ευεπίληστος — εὐεπίληστος, ον (Μ) αυτός που ξεχνάει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί ληστος (< επιλήθομαι, παραλλ. τ. τού επι λανθάνομαι)] … Dictionary of Greek