Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπιλήθομαι

См. также в других словарях:

  • ἐπιλήθομαι — ἐπιλανθάνομαι cause to forget pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀπιλήθομαι — ἐπιλήθομαι , ἐπιλανθάνομαι cause to forget pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιλήθω — ἐπιλήθω (μέσ. ἐπιλήθομαι και ἐπιλανθάνομαι) (AM) αρχ. 1. προκαλώ λήθη («ὁ γὰρ [ὕπνος] τ’ ἐπέλησεν ἁπάντων ἐσολῶν ἡδὲ κακῶν» ο ύπνος μ’ έκανε να τά ξεχάσω όλα, και τα καλά και τα κακά, Ομ. Οδ.) 2. λησμονώ («νήπιος ὃς τῶν οἰκτρῶς οἰχομένων γονέων… …   Dictionary of Greek

  • ευεπίληστος — εὐεπίληστος, ον (Μ) αυτός που ξεχνάει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί ληστος (< επιλήθομαι, παραλλ. τ. τού επι λανθάνομαι)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»