-
1 επικίνυται
-
2 ἐπικίνυται
-
3 ἐπικαίνυμαι
II. [voice] Pass., to be adorned or furnished with, (unless in signf.1); οἷς ἐπικαίνυται ἵππος (cj. for ἐπικίνυται) Q.S.12.145.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαίνυμαι
См. также в других словарях:
ἐπικίνυται — ἐπικί̱νυται , ἐπί κίνυμαι go pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)