Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπικτωμένους

См. также в других словарях:

  • ἐπικτωμένους — ἐπικτάομαι gain pres part mp masc acc pl ἐπικτάομαι gain pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσήκω — ΝΜΑ και δωρ. τ. ποθήκω και ποθίκω και ποθάκω Α [ἥκω] (στα νεοελλ. μόνον στον ενεστ. και παρατ. καθώς και ως απρόσ. προσήκει) 1. αρμόζω, ανήκω, συνάδω, πρέπω, ταιριάζω (α. «προσήκει σ αυτόν ένας μεγάλος έπαινος» β. «προσήκει να εξαρθεί η άμεμπτη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»