-
1 ἐπικρατέω
A rule over, c. dat.,νήεσσιν ἐπικρατέουσιν ἄριστοι Il.10.214
;νήσοισιν Od.1.245
: abs., have or hold power, , cf. 14.60, Archil.69.II. prevail in battle, be victorious, ἐπικρατέουσί περ ἔμπης [to them] though they are victorious as it is, Il.14.98, cf. Ar.Lys. 767; ἐ. ἢ ἀπόλλυσθαι conquer or die, Hdt.7.104; ἐ. τῇστάσι Id.1.173
; ἐ. τὰ πλείω τοῦ πολέμου gain the advantage in most points in the war, Th.4.19.2. freq. c.gen., prevail over, get the mastery of an enemy,ἐ. μάχῃ τῶν Γελῴων Hdt.7.155
;τῶν ἐχθρῶν Id.8.94
, Lys.34.4;τῆς τινων πονηρίας Id.22.16
; ἐ. αὐτῶν (- οῦ codd.) παρὰ τῷ βασιλέϊ, in a suit at law, Hdt.4.65;ἰσχυρὰ ἐ. ἀνδρὸς Ἀνάγκη Philet.8
;ἐ. τοῦ πυρός Hdt.1.86
; ; ὑμῶν -ήσω τῷ .3. rarely c. acc., master, conquer, τὰς τῆς φύσεωςἁμαρτίας Isoc.1.52
;δύο βασιλέας D.C.36.16
:—[voice] Pass., - ηθεῖσα (sc. ἡ δεξιά), in left-handed persons, Sor.1.111.4. c. gen., become master of,τῶν πραγμάτων Hdt.4.164
;τῆς θαλάσσης Id.1.17
,al.; τῶν πολίων, τῶν νεῶν, Id.6.32, 115; τῆς ἀναγκαίου τροφῆς, τῆς ἀναβάσεως, Th.1.2,7.42;τῶν ἐρώτων Pi.N.8.5
, etc.b. to be in possession of, [ οἰκίας]PRyl.160.3 (i A.D.), etc.5. generally, prevail, be superior,πλήθεϊ Hdt.5.2
;πολὺ τῷ ναυτικῷ Th.2.93
;τὰ πλείω τῷ πεζῷ Id.7.63
;κατὰ θάλασσαν X.HG7.1.6
: c. inf., they carried the point that.., Th. 5.46; .b. metaph., prevail,τὸ ἀνθρώπινον ἦθος ἐπεκράτει Pl.Criti. 121b
;τὸ δίκαιον Men. Epit.16
; τὸ ψῦχος, τὸ ὑγρόν, Arist.Mete. 347b26, MM 1210a20; τὸὄνομα Plb.2.38.1
;ὁ λόγος D.S.5.62
;ὁ τραχὺς ἦχος Phld.Po.994.33
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικρατέω
-
2 ἐπικραταιόω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικραταιόω
-
3 ἐπικράτεια
ἐπικρᾰτ-εια, ἡ,A mastery, σωφροσύνη ἐστὶν ἐ. τῶν ἐπιθυμιῶν ib.4 Ma.1.31; possession, X.Cyr.5.4.28; rule, Plb. 12.25.3, etc.; victory, superiority, Id.2.1.3.2. predominance, in heredity, Placit.5.7.6; διάφορος τῶν χυμῶν ἐ. S.E.P.1.80; τὸ κατ' ἐπικράτειαν ὠνομασμένον αἷμα named from its dominant element, opp. εἰλικρινὲς αἷμα, Gal.15.74, cf. 5.672, 17(2).216; παρὰ τὰς ἐ. Placit.4.9.9: Gramm., prevalence, authority, A.D. Synt.256.26, al.; numerical superiority, ib.326.14.3. prevailing opinion, ἐν τοῖς συμβαίνουσιν.. κατὰ τὴν ἐ... στροβοῦνται Polystr.p.22 W.;αἱ κατ' ἐπικράτειαν δόξαι Epicur.Nat. 1431.8
.II. of a country, realm, dominion,ἄπιμεν.. ἐκ τῆς τούτων ἐπικρατείας X.An.7.6.42
, cf. Hier.6.13; ὑπὸ τῇ ἐ. τοῦ χωρίου within the country subject to the place, Id.An.6.4.4; ἡ Καρχηδονίων ἐ. Pl.Ep. 349c; of a Roman province, Ph. 2.518, 583 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικράτεια
-
4 ἐπικράτησις
II. supreme power, ἡ τοῦ Καίσαρος ἐντῇ Ῥώμῃ D.C.47.21
.III. of things, prevalence, Gal.4.629, 19.488; ἡ οὐκ ἴση ἐ. Plot.5.7.2; ἐ. αἰθέρος, name given to the predominance of πῦρ τεχνικόν at the ἐκπύρωσις, Stoic.2.185.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικράτησις
-
5 ἐπικρατής
ἐπικρᾰτ-ής, ές,A master of a thing: only [comp] Comp. - έστερος, τῇ μάχῃ superior in.., Th.6.88; - έστερός τινος γενόμενος having the upper hand of.., D.C.55.30;τὸ -έστερον φέρειν Memn.34.3
; κατὰ τὸ -έστερον with success, D.S.37.2.—Hom. only in Adv. - τέως with overwhelming might, impetuously, Il.16.67,81,23.863 (never in Od.); so Hes.Sc. 321, A.R.1.367, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικρατής
-
6 ἐπικρατητικός
A astringent, Gal.12.361.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικρατητικός
-
7 ἐπικρατήτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικρατήτωρ
-
8 ἐπικρατίδες
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικρατίδες
-
9 ἐπικρατίδιον
A = στημονικὸν κάλυμμα [χωρὶς] τῆς κεφαλῆς, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικρατίδιον
-
10 ἐπικρεμάννυμι
II. [voice] Pass., ἐπικρέμαμαι, [tense] aor. ἐπεκρεμάσθην, overhang, of a rock, h.Ap. 284; οἰκία ἐπικρεμαμένη τῇἀγορᾷ Plu.Publ.10
: metaph., hang over, threaten,θάνατος Simon.39.3
;δόλιος αἰών Pi.I.8(7).14
(tm.);τιμωρία Th.2.53
; ἐπικρεμάμενος κίνδυνος impending danger, Id.7.75, cf.3.40: c.dat.pers., ἐπικρέμαθ' ἧμινὄλεθρος A.R.3.483
; [dialect] Ep.[ per.] 3pl. [tense] impf.ἐπεκρεμόωντο Nonn.D.20.173
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικρεμάννυμι
-
11 ἐπικρήηνον
A v. ἐπικραίνω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικρήηνον
См. также в других словарях:
ακάτιο — το (Α ἀκάτιον) [ἄκατος] μικρή άκατος, μικρό πλοίο αρχ. 1. είδος ιστίου (πανιού) (Ξεν. Ελλ. 6, 2, 27, Πλούτ. 2.15d, Λουκ., Ζευς τραγ, 46) 2. ποτηράκι (Επικράτ. άδ. 2) 3. σανδάλι γυναικείο (Πολυδ. 7, 93, Ησύχ.) 4. μικρόσωμος άνθρωπος, νάνος… … Dictionary of Greek