-
1 επικρεμαμαι
[pass. к ἐπικρεμάννυμι См. επικρεμαννυμι]1) висеть (над чем-л.), нависать(ὕπερθεν πέτρη ἐπικρέμαται HH.; αἱ ἐπικρεμάμεναι συστάσεις τῶν ὀρῶν Arst.)
ἐ. τῇ ἀγορᾷ Plut. — возвышаться над площадью2) перен. нависать, угрожать(ἐπικρεμάμενος κίνδυνος Thuc., Plut.; ἐπικρέμαται θάνατος Plut.)
τιμωρία ἐπικρέμαται Thuc. — угрожает (предстоит) наказание -
2 επικρέμαμαι
αμετ.1) висеть (над кем-чем-л.); 2) перен. нависать, угрожать;επικρέμαται κίνδυνος (καταστροφή) — нависла опасность (катастрофа) -
-
3 ἐπικρέμαμαι
-
4 нависнуть
-нет, παρλθ. χρ. навис-ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. нависшийρ.σ.1. επικλίνω, γέρνω κρέμομαι•волосы -ли на лоб τα μαλλιά κρέμασαν στο μέτωπο.
2. επικρέμαμαι, αιωρούμαι υψώνομαι.3. μτφ. επίκειμαι, επικρέμαμαι επαπειλούμαι• κινδυνεύω. -
5 ἐπι-κρεμάννῡμι
ἐπι-κρεμάννῡμι (s. κρεμάννυμι), daran-, darüber-, an-, aufhängen, u. pass. ἐπικρέμαμαι, darüberhangen; ὕπερϑε πέτρη ἐπικρέμαται H. h. Apoll. 284; οἶκος ἐπικρεμάμενος τῇ ἀγορᾷ Plut. Popl. 10; gew. übertr., ἐπικρέμαται ϑάνατος, droht, steht bevor, Simonds. bei Plut. Consol. ad Apoll. p. 330; ἐπεκρέματ' ἠμῖν ὄλεϑρος Ap. Rh. 2, 173; ὑπὸ μεγέϑους τοῦ ἐπικρεμαμένου ἔτι κινδύνου, die noch drohende Gefahr, Thuc. 7, 75, wie μηδὲ τοῦ ἐπικρεμασϑέντος ποτὲ δεινοῦ ἀμνημονοῦντες 3, 40, vgl. 2, 53; act., Ῥωμαίοις μέγαν ἐπικρεμάσασα κίνδυνον Pol. 2, 31, 7; ähnl. Theogn. 206 οὐδὲ φίλοισιν ἄτην ἐξοπίσω παισὶν ἐπεκρέμασεν, er verhängte nicht; Sp., ἆϑλος ζωᾶς ἐπεκρέματο Antisti. 1 (VI, 237).
-
6 висеть
вишу, висишь, ρ.δ.1. κρέμομαι, εξαρτιέμαι•лампа висит η λάμπα κρέμεται.
|| είμαι ευρύχωρος•пиджак на тебе висит το σακκάκι σου είναι ευρύχωρο (σα να κρέμεται).
2. κολλώ, επικολλώ, αναρτώ•на двери висит объявление στην πόρτα είναι κολλημένη (αναρτιμένη) ανακοίνωση.
3. επικρέμαμαι•дамоклов меч -ел над его головой ή δαμόκλειος σπάθη κρέμονταν πάνω από το κεφάλι του.
|| επίκειται, επέρχεται, πλησιάζει•беда висит над его головой δυστυχία (κακό) θά πέσει ατό σπίτι του.
εκφρ.висеть в воздухе – (απλ.) αιωρούμαι, ταλαντεύομαι•висеть на волоске ή на ниточке – κρέμομαι άπο μια τρίχα•мир висит на волоске – η ειρήνη κρέμεται από μια τρίχα. -
7 витать
ρ.δ.1. (παλ.) διαμένω, ζω•витать в городе ζω στην πόλη•
витать в облаках (μτφ.) ζω στα σύννεφα (ξεκομμένος απ’ τη ζωή, την πραγματικότητα).
2. είμαι, βρίσκομαι-• περιφέρομαι, στριφογυρίζω• επικρέμαμαι•смерть -ет над больным ο θάνατος, (ο χάρος) περιμένει τον άρρωστο.
εκφρ.витать между небом и землей – ζω στους αιθέρες (μακριά από την πραγματικότητα). -
8 перевиснуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. перевис-ла, -лоρ.σ. (απλ.) κάμπτομαι, λυγίζω, επικρέμαμαι•перевиснуть через перила λυγίζω το κορμί πάνω από τα κάγκελα.
-
9 ἐπικρεμάννυμι
II. [voice] Pass., ἐπικρέμαμαι, [tense] aor. ἐπεκρεμάσθην, overhang, of a rock, h.Ap. 284; οἰκία ἐπικρεμαμένη τῇἀγορᾷ Plu.Publ.10
: metaph., hang over, threaten,θάνατος Simon.39.3
;δόλιος αἰών Pi.I.8(7).14
(tm.);τιμωρία Th.2.53
; ἐπικρεμάμενος κίνδυνος impending danger, Id.7.75, cf.3.40: c.dat.pers., ἐπικρέμαθ' ἧμινὄλεθρος A.R.3.483
; [dialect] Ep.[ per.] 3pl. [tense] impf.ἐπεκρεμόωντο Nonn.D.20.173
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικρεμάννυμι
См. также в других словарях:
επίκειμαι — (AM ἐπίκειμαι) [κείμαι] 1. είμαι τοποθετημένος, βρίσκομαι πάνω σε κάτι («ἐπίκειται σῇ κεφαλῇ στέφανος», Θεόγν.) 2. (για κακό) βρίσκομαι κοντά, είμαι προσεχής, πλησιάζω, επικρέμαμαι (α. «τόν τε ἐπικείμενον κίνδυνον», Ηρωδιαν. β) «επίκειται πόλεμος … Dictionary of Greek
επαιωρώ — ἐπαιωρῶ, έω (Α) 1. κρατώ κάτι μετέωρο πάνω από κάποιον 2. μέσ. αιωρούμαι, κρέμομαι από κάτι, επιπλέω 3. μέσ. επικρέμαμαι, επίκειμαι, επαπειλώ 4. μέσ. διεξάγω κάτι αμελώς, με νωθρότητα («ἐπηωρεῑτο τῷ πολέμῳ», Πλούτ.) 5. μέσ. αυξάνω, εξογκώνομαι 6 … Dictionary of Greek
επαρτώ — ἐπαρτῶ, άω (Α) 1. αναρτώ, κρεμώ κάτι από κάπου ως φόβητρο 2. απειλώ, φοβερίζω 3. μέσ. ἐπαρτῶμαι α) κρεμώ πάνω ή από πάνω β) επικρέμαμαι, επίκειμαι, επαπειλώ 4. (ουδ. παθ. μτχ.) τὸ ἐπηρτημένον (τοὺ ζυγού) το προσαρτημένο μέρος ή το μέρος τού ζυγού … Dictionary of Greek
επικρεμάννυμι — ἐπικρεμάννυμι και ἐπικρεμαννύω, παθ. ἐπικρέμαμαι (Α) 1. κρεμώ από ψηλά, από πάνω 2. μτφ. κρεμώ, σείω κάτι κακό πάνω από κάποιον, απειλώ («ἀλλ’ ὁ μὲν αὐτὸς ἔτεισε κακὸν χρέος οὐδὲ φίλοισιν ἄτην ἐξοπίσω παισὶν ἐπεκρέμασεν», Θέογν.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
επικρεμώ — (AM ἐπικρεμῶ, άω Α και ἐπικρεμάννυμι) 1. κρεμώ κάτι επάνω από κάποιον 2. μέσ. ἐπικρέμαμαι και ἐπικρεμῶμαι κρεμιέμαι απειλητικά πάνω από κάποιον, επίκειμαι, επαπειλούμαι (α. «επικρέμαται συμφορά» β. «επικρεμάμενος κίνδυνος») αρχ. μσν. μέσ.… … Dictionary of Greek
εφίστημι — (ΑΜ ἐφίστημι, Α ιων. τ. ἐπίστημι) διορίζω, τοποθετώ νεοελλ. 1. (αόρ.) επέστην πλησίασα, έφθασα («επέστη η ώρα τής εκδικήσεως») 2. φρ. «εφιστώ την προσοχή κάποιου» σταματώ ή κατευθύνω την προσοχή κάποιου σε κάτι, τόν κάνω να προσέξει μσν. αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
εφεδρεύω — (ΑΜ ἐφεδρεύω) [έφεδρος] παραμένω σε αναμονή έτοιμος για δράση, είμαι σε επιφυλακή, παραμονεύω, ενεδρεύω (α. «ὅταν εἰδῶσιν ἐφεδρεύουσαν τὴν δύναμιν», Ισοκρ. β. «ἐκεῑ ὁ ληστὴς ἐφεδρεύει κλέψαι καὶ συλῆσαι τὸ ἱερόν», Στουδ. Θεόδ.) αρχ. 1. εδρεύω,… … Dictionary of Greek
κατεκνεύω — (Μ) κρέμομαι από πάνω, επικρέμαμαι, προεξέχω από πάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐκ νεύω με τη σημασία «κλίνω προς τα κάτω, πέφτω»] … Dictionary of Greek
κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι … Dictionary of Greek