Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπικουρ-ία

См. также в других словарях:

  • Ἐπίκουρ' — Ἐπίκουρε , Ἐπίκουρος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίκουρ' — ἐπίκουρε , ἐπίκουρος helper masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιπροσθέτησις — ἐπιπροσθέτησις, ἡ (Α) [επιπροστίθημι] 1. τοποθέτηση μπροστά σε κάτι, απόκρυψη κάποιου πράγματος με παρεμβολή («ἔκλειψις ἡλίου... κατ’ ἐπιπροσθέτησιν ἄλλων τινῶν, ἤ γῆς», Επίκουρ.) 2. είδος επιδέσμου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»