-
1 Επίκουρ'
-
2 Ἐπίκουρ'
-
3 επίκουρ'
-
4 ἐπίκουρ'
-
5 ἐπικουρέω
A to be an ἐπίκουρος, act as an ally, once in Hom., ἑ Μοῖραἦγ' ἐπικουρήσοντα μετὰ Πρίαμον Il.5.614
, cf. Th.7.57; φίλοις, χθονί, E.Rh. 937, 956; render aid, Foed. ap. Th.5.23, etc.2. serve as allies or mercenaries, Isoc.4.168; μισθοῦ ἐ. Pl.R. 575b.II. generally, aid or help at need, , Ar.V. 1018, Lys.12.98; [ τῇ δικαιοσύνῃ] Pl.R. 368c; also τῇ ἀναγκαίᾳ τροφῇ ἐ. provide for it, Aeschin. 1.27; νόσοις ἐπικουρῆσαι remedy them, aid one against them, X.Mem. 1.4.13; ἐ. τῷ λιμῷ, τῷ γήρᾳ, τῇ πενίᾳ, Id.Lac.2.6, 10.2, Vect.1.1 ([voice] Pass.); ἐσθὴς ἐπικουρεῖ τινι πολλά ` does him yeoman's service', Id.Cyr.6.2.30.2. c.acc. rei, ἐπικουρεῖν τινι χειμῶνα keep it off from one, Id.An.5.8.25.3. c. acc. et dat.,furnish, supply, POxy.1630.5 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικουρέω
-
6 ἐπικούρημα
A protection,τοῖς ὀφθαλμοῖς χιόνος X.An.4.5.13
; remedy, Gal.6.171: pl., aids, succours,τῇ ζωῇ Iamb.Protr. 20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικούρημα
-
7 ἐπικούρησις
A succour, protection, Antipho Soph.Oxy.1364.158; τᾶς ἐκ τῶ θῄω γινομένας ἐ. Euryph. ap. Stob.4.39.27; κακῶν against evils, E.Andr.28;τῆς ἀπορίας Pl.Lg. 919b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικούρησις
-
8 ἐπικουρητικός
A = ἐπικουρικός, Pl.R. 441a, Aen.Tact.38tit.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικουρητικός
-
9 ἐπικουρία
A aid, succour, Hdt.6.100, 108, A.Pers. 731 (troch.), etc.;ἐπικουρίας δεῖσθαι Th.1.32
, X.Oec.17.13;τῆς ἐνδείας ἐ. τὸ κέρδος Arist.EN 1163b4
; ἐ.ποιεῖσθαί τινι Th.1.33
; ἐ. λαβεῖν, ἔχειν, E.Or. 266, Pl.Grg. 492c; ἀπολογίας towards one's defence, D.49.50; σκυτίνη 'πικ., = ὄλισβος, Ar. Lys. 110.II. auxiliary force, A.Supp. 721, Th.7.59 (pl.), Hdt.5.63.2. position of the ἐπίκουροι (in Plato's Republic), Pl.R. 415c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικουρία
-
10 ἐπικουρικός
2. mostly of troops, auxiliary, mercenary,ἐπικουρικὸν μισθώσασθαι Th.4.52
; dependent onἐπίκουροι, πράγματα Id.7.48
; τὸ ἐ. Ph. 2.98.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικουρικός
-
11 ἐπικούριος
ἐπικούρ-ιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικούριος
-
12 ἐπίκουρος
ἐπίκουρ-ος, ὁ,A helper, ally, Hom. only in Il., mostly in pl. of the barbarian allies of Troy, Τρῶες.. ἠδ' ἐ. 2.815; Τρῶες καὶ Δάρδανοι ἠδ' ἐ. 3.456,al., cf. Hdt.2.152, 3.91, al.2. mercenary troops, opp. citizen-soldiers,ἐπικούρους προσμισθοῦσθαι Th.2.33
, cf. Hdt.1.154, 2.163, 3.145, Lys. 12.94, X.HG7.1.12, etc.;ἀπὸ Ἀρκαδίας ἐπίκουροι Hermipp.63.18
; used as body-guard by tyrants, Hdt.1.64, 6.39, Th.6.55,58.II. as Adj., assisting, aiding, c. dat. pers., Ἀφροδίτη ἦλθενΑρῃ ἐπίκουρος Il.21.431
;βῆναι ἐ. τινι Pi.O.13.97
; ταῖς νήσοις ἐ. Ar. Eq. 1319; τοῖς ἀδικουμένοις ἐ. Th.3.67: c. gen. pers., ἐπίκουρε βροτῶν their defender, h. Mart.9; τῶν ἀνθρώπων, of Eros, Pl.Smp. 189d: abs., patron, protector, δεσπότης ἐ. X.Cyr.7.5.61.2. c. gen. rei, defending or protecting against, (troch.); πῦρ ἐ. ψύχους, σκότους, X.Mem.4.3.7; Λαβδακίδαις ἐ. θανάτων protecting them against deaths, S.OT 496 (lyr.); πατρὶ αἱμάτων ἐ. E.El. 138 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίκουρος
-
13 служебный
επ.1. υπηρεσιακός•-ые дела υπηρεσιακές υποθέσεις•
-ая таина υπηρεσιακό μυστικό•
-ая записка υπηρεσιακό σημείωμα.
2. δευτερεύων, βοηθητικός, επικουρ ικός.εκφρ.- ые слова – βοηθητικές λέζεις (σύνδεσμοι, μό-ρ ια, προθέσεις).
См. также в других словарях:
Ἐπίκουρ' — Ἐπίκουρε , Ἐπίκουρος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίκουρ' — ἐπίκουρε , ἐπίκουρος helper masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπροσθέτησις — ἐπιπροσθέτησις, ἡ (Α) [επιπροστίθημι] 1. τοποθέτηση μπροστά σε κάτι, απόκρυψη κάποιου πράγματος με παρεμβολή («ἔκλειψις ἡλίου... κατ’ ἐπιπροσθέτησιν ἄλλων τινῶν, ἤ γῆς», Επίκουρ.) 2. είδος επιδέσμου … Dictionary of Greek