Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἐπικουρία

  • 1 помощь

    1. (содействие, поддержка) η βοήθει/α, η υποστήριξη
    предлагать - προτείνω/προσφέρω τη -
    2. (пособие) η αρωγή, η βοήθεια, η συνδρομή, το βοήθημα, η επικουρία, η επιδότηση

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > помощь

  • 2 выручка

    выручк||а
    ж ἡ ἐϊσπραξη [-ις], τό κέρδος, τό ἔσοδο[ν]:
    дневная \выручка (магазина и т. ἡ.) ἡ είσπραξη τής ἡμέρας· ◊ прийти на \выручкау βοηθώ, ἔρχομαι σέ ἐπικουρία

    Русско-новогреческий словарь > выручка

  • 3 подкрепленне

    подкрепл||енне
    с
    1. (едой, питьем и т. п.) ἡ τόνωση [-ις], τό δυνάμωμα·
    2. (подтверждение) ἡ ἐπιβεβαίωση [-ις], ἡ ἐνίσχυση [-ις]·
    3. воен. ἡ ἐνίσχυση [-ις], ἡ ἐπικουρία.

    Русско-новогреческий словарь > подкрепленне

  • 4 поддержка

    θ.
    1. υποστήριξη, -ιγμα.
    2. βοήθεια, αρωγή, επικουρία, συνδρομή συμπαράσταση. || συνηγορία•

    поддержка предложения, мнения υποστήριξη της πρότασης, της γνώμης.

    || ενίσχυση• προστασία•

    поддержка наступающих артиллерийским огнм υποστήριξη των επιτιθέμενων με πυρά πυροβολικού.

    Большой русско-греческий словарь > поддержка

  • 5 подсоба

    -ηΘ. (παλ. κ. απλ.) βοήθεια, επικουρία.

    Большой русско-греческий словарь > подсоба

  • 6 Aid

    v. trans.
    P. and V. ὠφελεῖν (acc. and dat.), ἐπωφελεῖν (acc.), ἐπαρκεῖν (dat.), ἐπικουρεῖν (dat.), βοηθεῖν (dat.), Ar. and V. ρήγειν (dat.) (also Xen.), ἐπαρήγειν (dat.) (also Xen.), V. προσωφελεῖν (acc. or dat.), βοηδρομεῖν (dat.), προσαρκεῖν (dat.), ἀρκεῖν (dat.), P. ἐπιβοηθεῖν (dat.).
    Serve: P. and V. πηρετεῖν (dat.), πουργεῖν (dat.), ἐξυπηρετεῖν (dat.).
    Stand by: Ar. and V. συμπαραστατεῖν (dat.), παρίστασθαι (dat.), V. συμπαρίστασθαι (dat.), παραστατεῖν (dat.), συγγίγνεσθαι (dat.).
    Fight on the side of: P. and V. συμμαχεῖν (dat.).
    Work with: P. and V. συλλαμβνειν (dat.), συμπράσσειν (dat.), συνεργεῖν (dat.) (Xen.), V. συμπονεῖν (dat.), συγκάμνειν (dat.), συνέρδειν (dat.), συνεκπονεῖν (dat.), συνεργάζεσθαι (absol.). Ar. and P. συναγωνίζεσθαι (dat.).
    Aid ( a work): P. and V. συμπράσσειν (acc.), συνδρᾶν (acc.) (Thuc.), V. συνεκπονεῖν (acc.); see share in.
    Help forward: P. and V. σπεύδειν, ἐπισπεύδειν.
    With non-personal subject: P. προφέρειν εἰς (acc.).
    ——————
    subs.
    P. and V. ὠφέλεια, ἡ, ἐπικουρία, ἡ, τιμωρία, ἡ, P. βοήθεια, ἡ, V. ὠφέλησις, ἡ, ἐπωφέλημα, τό, προσωφέλησις, ἡ, ἀλκή, ἡ, λέξημα, τό, ἄρκεσις, ἡ, ἐπάρκεσις, ἡ, ἄρηξις, ἡ, προσωφέλημα, τό; see Help.
    By the aid of: P. and V. δι (acc.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Aid

  • 7 Assistance

    subs.
    P. and V. ὠφέλεια, ἡ, ἐπικουρία, ἡ, τιμωρία, ἡ, P. βοήθεια, ἡ, V. ὠφέλησις, ἡ, ἐπωφέλημα, τό, προσωφέλησις, ἡ, ἀλκή, ἡ, λέξημα, τό, ἄρκεσις, ἡ, ἐπάρκεσις, ἡ, ρηξις, ἡ, προσωφέλημα, τό; see Help.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Assistance

  • 8 Auxiliary

    adj.
    P. and V. ἐπκουρος, ρωγός (Plat., Thuc.), P. βοηθός.
    Of things, subordinate: P. ὑπηρετικός.
    Auxiliary troops: P. and V. ἐπικουρία, ἡ, P. οἱ ἐπίκουροι.
    Of auxiliary troops: P. ἐπικουρικός.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Auxiliary

  • 9 Defence

    subs.
    Bulwark: P. and V. ἔρυμα, τό, ἔπαλξις, ἡ, V. ἕρκος, τό.
    Used concretely of a person: V. ἔρεισμα, τό, πύργος, ὁ.
    Defence against: P. and V. πρόβλημα, τό (gen.), V. ἔρυμα, τό (gen.), ῥῦμα, τό (gen.), ἔπαλξις, ἡ (gen.), ἀλκή, ἡ (gen.), P. προβολή, ἡ (gen.).
    Defences (of a town, etc.): P. and V. ἔρυμα, τό, τεῖχος, τό, P. τείχισμα, τό, V. ἕρκη, τά.
    These are the defences I threw up to protect Attica: P. ταῦτα προὐβαλόμην πρὸ τῆς Ἀττικῆς (Dem. 325).
    Protection: P. and V. φυλακή, ἡ, σωτηρία, ἡ, V. ῥῦμα, τό, ἔρυμα, τό; see Protection.
    Means of defence: P. and V. σωτηρία, ἡ, V. ἀλκή, ἡ.
    Assistance: P. and V. ἐπικουρία, ἡ, P. βοήθεια, ή; see Assistance.
    Come to the defence of, v.: P. and V. βοηθεῖν (dat.); see Assist.
    Reply to charges, subs.: P. ἀπολογία, ἡ, ἀπολόγημα, τό.
    Advocacy: P. συνηγορία, ἡ.
    Justificaticn: P. δικαίωμα, τό.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Defence

  • 10 Help

    subs.
    P. and V. ὠφέλεια, ἡ, ἐπικουρία, ἡ, τιμωρία, ἡ, P. βοήθεια, ἡ, V. ὠφέλησις, ἡ, ἐπωφέλημα, τό, προσωφέλησις, ἡ, ἀλκή, ἡ, λέξημα, τό, ἄρκεσις, ἡ, ἐπάρκεσις, ἡ, ρηξις, ἡ, προσωφέλημα, τό.
    By the help of: P. and V. δι (acc.).
    Help against: P. and V. ἐπικούρησις, ἡ (gen.) (Plat.).
    Concretely of a person: use helper.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. ὠφελεῖν (acc. or dat.), ἐπωφελεῖν (acc.), ἐπαρκεῖν (dat.), ἐπικουρεῖν (dat.), βοηθεῖν (dat.), Ar. and V. ρηγεῖν (dat.) (also Xen.), ἐπαρήγειν (dat.) (also Xen.), V. προσωφελεῖν (acc. or dat.), βοηδρομεῖν (dat.), προσαρκεῖν (dat.), ἀρκεῖν (dat.), P. ἐπιβοηθεῖν (dat.).
    Serve: P. and V. πηρετεῖν (dat.), πουργεῖν (dat.), ἐξυπηρετεῖν (dat.).
    Stand by: Ar. and V. παρίστασθαι (dat.), συμπαραστατεῖν (dat.), V. συμπαρίστασθαι (dat.), συγγίγνεσθαι (dat.), παραστατεῖν (dat.).
    Fight on the side of: P. and V. συμμαχεῖν (dat.).
    Work with: P. and V. συλλαμβνειν (dat.), συμπράσσειν (dat.), συνεργεῖν (dat.) (Xen.), V. συμπονεῖν (dat.), συγκάμνειν (dat.), συνέρδειν (dat.), συνεκπονεῖν (dat.), συνεργάζεσθαι (absol.), Ar. and P. συναγωνίζεσθαι (dat.).
    Help ( a work): P. and V. συμπράσσειν (acc.), συνδρᾶν (acc.) (Thuc.), V. συνεκπονεῖν (acc.).
    Help forward: P. and V. σπεύδειν, ἐπισπεύδειν; with non-personal subject, P. προφέρειν εἰς (acc.).
    Help to, contribute towards ( a result): P. and V. συμβάλλεσθαι (εἰς, acc.; V. gen.), P. συνεπιλαμβάνεσθαι (gen.), συλλαμβάνεσθαι (gen.), συναγωνίζεσθαι (πρός, acc.) (Dem. 231), V. συνάπτεσθαι (gen.).
    Help to: in compounds, use συν; e.g., help to kill: V. συμφονεύειν; help to attack: P. συνεισβάλλειν.
    I cannot help ( doing a thing): P. and V. οὐκ ἔσθʼ ὅπως οὐ (ποιήσω τι) (cf. Eur., I.T. 684).
    How could a person of such a character help being like his peers? P. πῶς γὰρ οὐ μέλλει ὁ τοιοῦτος ὢν καὶ ἐοικέναι τοῖς τοιούτοις; (Plat., Rep. 349D).
    How can I help it? P. and V. τί γὰρ πάθω; (Eur., Phoen. 895; also Ar., Lys. 884).
    How could it help being so? P. πῶς γὰρ οὐ μέλλει; (Plat., Phaedo, 78B).
    Determined, if he could help it, to put in nowhere but at the Peloponnese: P. ὡς γῇ ἑκούσιος οὐ σχήσων ἄλλῃ ἢ Πελοποννήσῳ (Thuc. 3, 33).
    In same construction, use P. and V. ἑκών, P. ἑκών γʼ εἶναι.
    Could we help agreeing? P. ἄλλο τι ἢ ὁμολογῶμεν; (Plat., Crito, 52D).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Help

  • 11 ikincilik

    δεύτερη θέση, επικουρία

    Türkçe-Yunanca Sözlük > ikincilik

  • 12 yardım

    βοήθεια, αρωγή, επικουρία, (bagis)συμβολή

    Türkçe-Yunanca Sözlük > yardım

  • 13 aid

    1) βοήθεια
    2) βοήθημα
    3) βοηθώ
    4) επικουρία

    English-Greek new dictionary > aid

  • 14 help

    1) αρωγή
    2) βοήθεια
    3) βοηθός
    4) επικουρία

    English-Greek new dictionary > help

См. также в других словарях:

  • ἐπικουρία — ἐπικουρίᾱ , ἐπικουρία aid fem nom/voc/acc dual ἐπικουρίᾱ , ἐπικουρία aid fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικουρίᾳ — ἐπικουρίαι , ἐπικουρία aid fem nom/voc pl ἐπικουρίᾱͅ , ἐπικουρία aid fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικουρία — η (AM ἐπικουρία) [επίκουρος] 1. βοήθεια, συνδρομή, ενίσχυση («ἐπικουρίας δεῑσθαι», Θουκ.) 2. εφεδρεία στρατού («καὶ τ’ ἄλλα πλοῑα πᾱσά θ’ ἡ ‘πικουρία εὔτρεπτος», Αισχύλ.) αρχ. 1. η θέση τών επικούρων, τών μάχιμων, στην πλατωνική Πολιτεία 2.… …   Dictionary of Greek

  • επικουρία — η 1. ενίσχυση, αρωγή, βοήθεια. 2. εφεδρική δύναμη που στέλνεται για ενίσχυση τμημάτων που πολεμούν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 'πικουρία — ἐπικουρίᾱ , ἐπικουρία aid fem nom/voc/acc dual ἐπικουρίᾱ , ἐπικουρία aid fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀπικουρίας — ἐπικουρίᾱς , ἐπικουρία aid fem acc pl ἐπικουρίᾱς , ἐπικουρία aid fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικουρίας — ἐπικουρίᾱς , ἐπικουρία aid fem acc pl ἐπικουρίᾱς , ἐπικουρία aid fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικουρίαι — ἐπικουρία aid fem nom/voc pl ἐπικουρίᾱͅ , ἐπικουρία aid fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικουρίαν — ἐπικουρίᾱν , ἐπικουρία aid fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικουριῶν — ἐπικουρία aid fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικουρίαις — ἐπικουρία aid fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»