Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπικοπῇ

См. также в других словарях:

  • επικοπή — ἐπικοπή, ἡ (Α) [επικόπτω] 1. κόψιμο, αποκοπή 2. (ειδ.) κλάδεμα δέντρων 3. χτύπημα για να αποκόψει κανείς κάτι 4. κόψιμο δέντρων, υλοτομία 5. (για πέτρες οικοδομής) η πελεκημένη πλευρά 6. εμπόδιο, κώλυμα …   Dictionary of Greek

  • ἐπικοπῇ — ἐπικόπτω strike upon aor subj pass 3rd sg ἐπικοπή cutting fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικοπῆς — ἐπικοπή cutting fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικοπήν — ἐπικοπή cutting fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικοπάς — land fem nom sg ἐπικοπά̱ς , ἐπικοπή cutting fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»