-
1 ἐπικοπή
ἐπι-κοπή, ἡ, das Beschneiden, Köpfen der Bäume; der Schlag
См. также в других словарях:
επικοπή — ἐπικοπή, ἡ (Α) [επικόπτω] 1. κόψιμο, αποκοπή 2. (ειδ.) κλάδεμα δέντρων 3. χτύπημα για να αποκόψει κανείς κάτι 4. κόψιμο δέντρων, υλοτομία 5. (για πέτρες οικοδομής) η πελεκημένη πλευρά 6. εμπόδιο, κώλυμα … Dictionary of Greek
ἐπικοπῇ — ἐπικόπτω strike upon aor subj pass 3rd sg ἐπικοπή cutting fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικοπῆς — ἐπικοπή cutting fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικοπήν — ἐπικοπή cutting fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικοπάς — land fem nom sg ἐπικοπά̱ς , ἐπικοπή cutting fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)