Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπικεκοιμῆσθαι

См. также в других словарях:

  • ἐπικεκοιμῆσθαι — ἐπικοιμάομαι fall asleep after perf inf mp (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικοιμώμαι — ἐπικοιμῶμαι, άομαι (Α) [κοιμώμαι] 1. κοιμάμαι μετά από κάτι 2. (απολ.) πέφτω σε ύπνο, αποκοιμιέμαι («ἀλλά μοι δοκεῑς... οὐ καθεύδων ἐπικεκοιμῆσθαι», Πλάτ.) 3. (για πρόσ.) στον ύπνο συμπιέζω κάποιον («καὶ ἀπέθανεν ὁ υἱὸς τῆς γυναικὸς ταύτην τὴν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»