-
1 επικεκοιμήσθαι
-
2 ἐπικεκοιμῆσθαι
-
3 ἐπι-κοιμάομαι
ἐπι-κοιμάομαι, mit aor. pass., darauf schlafen, ἀλλά μοι δοκεῖς οὐ καϑεύδων ἐπικεκοιμῆσϑαι Plat. Euthyd. 300 a; τοῖς βιβλίοις Luc. Alex. 49; übtr., dabei nachlässig, saumselig sein, Pol. 2, 13, 4.
-
4 επικοιμαομαι
(над чем-л. или на чем-л.) засыпать(τοῖς βιβλίοις Luc.)
δοκεῖς μοι οὐ καθεύδων ἐπικεκοιμῆσθαι Plat. — мне кажется, что ты заснул не засыпая (т.е. дремлешь наяву);ἐπικεκοιμημένος Polyb. — объятый сном, перен. бездеятельный -
5 ἐπικοιμάομαι
A fall asleep after a thing, Hp.Aph.5.27; or, over a thing, [ τοῖς βιβλίοις] Luc.Alex.49: abs., fall asleep, δοκεῖς οὐ καθεύδωνἐπικεκοιμῆσθαι Pl.Euthd. 300a
.2. ἐ. ἐπί τινα overlay, LXX 3 Ki. 3.19;τῷ αὑτῆς παιδίῳ J.AJ8.2.2
.II. metaph. in [tense] pf. part. [voice] Pass., sleepy or negligent about a thing, Plb.2.13.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικοιμάομαι
См. также в других словарях:
ἐπικεκοιμῆσθαι — ἐπικοιμάομαι fall asleep after perf inf mp (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικοιμώμαι — ἐπικοιμῶμαι, άομαι (Α) [κοιμώμαι] 1. κοιμάμαι μετά από κάτι 2. (απολ.) πέφτω σε ύπνο, αποκοιμιέμαι («ἀλλά μοι δοκεῑς... οὐ καθεύδων ἐπικεκοιμῆσθαι», Πλάτ.) 3. (για πρόσ.) στον ύπνο συμπιέζω κάποιον («καὶ ἀπέθανεν ὁ υἱὸς τῆς γυναικὸς ταύτην τὴν… … Dictionary of Greek