Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐπικεκλιμένᾶς

См. также в других словарях:

  • ἐπικεκλιμένας — ἐπικεκλιμένᾱς , ἐπικλίνω put to perf part mp fem acc pl ἐπικεκλιμένᾱς , ἐπικλίνω put to perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικλίνω — ἐπικλίνω (AM) μσν. επιδοκιμάζω, συγκατανεύω αρχ. 1. προσδίδω επικλινή θέση 2. κατευθύνω σε κάτι 2. ενεργώ ώστε κάτι να πάρει μια ορισμένη κατεύθυνση 3. στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο, ακουμπώ 4. (για πόρτα) κλείνω 5. βρίσκομαι σε επικλινή θέση,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»