Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἐπικείμενοι

См. также в других словарях:

  • ἐπικείμενοι — ἐπίκειμαι to be laid upon perf part mp masc nom/voc pl ἐπίκειμαι to be laid upon pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίκειμαι — (AM ἐπίκειμαι) [κείμαι] 1. είμαι τοποθετημένος, βρίσκομαι πάνω σε κάτι («ἐπίκειται σῇ κεφαλῇ στέφανος», Θεόγν.) 2. (για κακό) βρίσκομαι κοντά, είμαι προσεχής, πλησιάζω, επικρέμαμαι (α. «τόν τε ἐπικείμενον κίνδυνον», Ηρωδιαν. β) «επίκειται πόλεμος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»