-
1 στεροπή
στεροπή, ἡ, = ἀστεροπ ή, ἀστραπή, der Blitz; πᾶς δ' ἄρα χαλκῷ λάμφ' ὥστε στεροπὲ πατρὸς Διός, Il. 11, 66, vgl. 84; Hes. Th. 845; λαμπραὶ δ' ἦλϑον ἀκτῖνες στεροπᾶς ἀπορηγνύμεναι, Pind. P. 4, 198; Zeus heißt στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανις, 6, 24; übh. Glanz, χαλκοῠ, Il. 11, 83 u. öfter; βροντῇ στεροπ ῇ τε, Aesch. Suppl. 34; Prom. 1086; Soph. Ai. 250; u. von der Sonne, ὦ λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέϑων, Trach. 99; ὑπὸ στεροπᾶς φλέγων Βορέας, Ibyc. 1; sp. D., wie Ep. ad. 8 (VII, 87). – S. auch nom. pr.
-
2 στεροπή
στεροπή, ἡ, der Blitz; Zeus heißt στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανις; übh. Glanz; von der Sonne, ὦ λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέϑων -
3 κεραυνός
κεραυνός, ό, der Donnerkeil, Donner mit Blitz verbunden, der krachend einschlägt (also βροντή und στεροπή vereint), der treffende Blitzstrahl; νῆα ϑοὴν ἔβαλε ψολόεντι κεραυνῷ Od. 23, 330; βρόντησε καὶ ἔμβαλε νηῒ κεραυνόν 14, 305; Διὸς πληγεῖσα κεραυνῷ 12, 416; hier wie bei Hes. u. Folgdn die gewöhnliche Waffe des Zeus, die nach Hes. Th. 141 von den Kyklopen geschmiedet wurde; neben βροντή Il. 21, 198; neben στεροπή Hes. Th. 699; αἴϑων, παμβίας, Pind. P. 3, 58 N. 9, 24; αἰχματάς P. 1, 5; κεραυνῷ Ζηνὸς ἠνϑρακωμένος Aesch. Prom. 372; πυρφόρος Spt. 472; κεραυνοῠ βέλος 435, öfter, wie die anderen Tragg.; in Prosa, τὰ τῶν κεραυνῶν πτώματα Plat. Tim. 80 c; πίπτει κεραυνὸς εἰς τὸ στρατόπεδον Xen. Hell. 4, 7, 7; κατασκήπτει εἴς τι Plut. Lyc. 31. – Uebertr., Antiphan. bei Ath. VI, 238 e, wie Antp. Thess. 68 (VII, 692) ὁ παμμάχων κεραυνός, wie auch ein Ptolemäus genannt wird, nach Paus. 1, 16 διὰ τὸ τολμῆσαι πρόχειρον, vgl. auch 10, 19; δεινὸν κεραυνὸν ἐν γλώσσῃ φέρειν λεγόντων Plut. Pericl. 8.
-
4 ἀστεροπή
ἀστεροπή, ἡ, Blitz, Hom. Iliad. 13, 242 ἀστεροπῇ ἐναλίγκιος, 14, 386 εἴκελον ἀστεροπῇ, u. als v. l., neben ὥς τε στεροπή, ὡς ἀστεροπή Iliad. 10, 154; vgl. στεροπή, ἀστραπή.
-
5 λαμπρός
λαμπρός ( λάμπω), 11 leuchtend, glänzend, Hom. meist vom Glanz der Himmelskörper, λ. φάος ἠελίοιο, Il. 1, 650, ἀστήρ, 4, 77, u. des Erzes, φάλοι, κόρυϑες, 13, 132. 17, 269; so Pind. φέγγος, ἀκτῖ. νες, P. 8, 101. 4, 198; ἡλίου κύκλος, Aesch. Pers. 496, wie Soph. Ant. 412; λαμπρὸν ἡλίου σέλας El. 17; auch στεροπή, Ai. 250; übertr., τὸ λαμπρὸν φῶς ἀποσβεννὺς γένους frg. 497; auch in Prosa, πρὶν ἡμέραν λαμπρὰν γίνεσϑαι D. Hal. 3, 27; ἦν σελήνη λαμπρά, heller Mondschein, Thuc. 7, 44; – αἰϑήρ, Eur. Or. 1087; vgl. Ar. Nub. 269; – κάλλος, strahlende Schönheit, Plat. Phaedr. 250 b; vom Auge, ὄμμα, Eur. Hec. 1045; Soph. O. R. 1483. – Von allen glänzenden Farben, besonders = weiß, rein, χιτὼν λαμπρὸς ἦν ἠέλιος ὥς Od. 19, 234; bei Pol. 10, 4, 5 von der toga candida; von prächtigen Kleidern, ἐβουλόμην σε ὡς λαμπρότατον φανῆναι Xen. Cyr. 2, 4, 5. – Auch von der Stimme, helltönend, laut, Poll. 2, 116; λαμπρὰ κηρύσσειν, Eur. Heracl. 864; λαμπρᾷ τῇ φωνῇ, Dem. 19, 199; φώνημα λαμπρότατον, Luc. Alex. 3; übertr., hell, einleuchtend, λαμπρὰ μαρτύρια παρῆν Aesch. Eum. 764, wie λαμπρῶς κοὐδὲν αἰνικτηρίως Prom. 835; λαμπρὰ συμβαίνει, glänzend trifft es ein, Tr. 1164; so kann man auch fassen γεγενημένης τῆς νίκης λαμπρᾶς ἤδη, da der Sieg entschieden war, Thuc. 7, 55. – 2) rein u. unvermischt, vom Wasser, klar, βορβόρῳ ϑ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων Aesch. Eum. 695; τῶν λαμπρῶν καὶ ψυχρῶν ὑδάτων Xen. Hell. 5, 3, 19; dah. kräftig, frisch, ἄνεμος, Her. 2, 96; vgl. Plut. Them. 14; Pol. 1, 44, 3. 60, 6; ἀνέμου λαμπρὸν καταπνέοντος Plut. conj. praec. 413, was Einige trans, hell machend, die Luft reinigend od. die Wolken verjagend erkl., unrichtig. Dahin kann man auch rechnen μάχη λαμπρά, heftige Schlacht, Pol. 10, 12, 15, vgl. 16, 5, 7, κίνδυνος λαμπρότερος, 1, 45, 9. – 3) oft von Menschen, theils = durch Thatenglanz hervorleuchtend, berühmt, angesehen, ἐν Ἀϑήνῃσι, ἐν πολέμοις, Her. 6, 125. 7, 154; οὐ γὰρ λόγοισι τὸν βίον σπουδάζομεν λαμπρὸν ποιεῖσϑαι Soph. O. C. 1146; Παυσανίαν καὶ Θεμιστοκλέα, λαμπροτάτους γενομένους τῶν καϑ' ἑαυτούς Thuc. 1, 138; ἐν τοῖς κινδύνοις Pol. 24, 1, 6; – theils durch Aufwand od. Lebensweise, prachtliebend, freigebig, splendid, ἐν ταῖς λειτουργίαις Isocr. 3, 56; ὁμολογῶ Μειδίαν ἁπάντων τῶν ἐν τῇ πόλει λαμπρότατον γεγενῆσϑαι Dem. 21, 153; Plat. Hipp. min. 368 d; πρὸς τὰ χρήματα Plut. Philop. 15. Auch τῶν διϑυράμβων τὰ λαμπρά, prunkvoll, Ar. Av. 1388, vgl. Plut. 144; ἔπη Soph. O. C. 725. Aehnl. οὐκ ἐν λόγοις ἦν λαμπρὸς ἀλλ' ἐν ἀσπίδι – δεινὸς σοφιστής Eur. Suppl. 902. – Adv. λαμπρῶς, glänzend, prächtig, ὡς εὐκοσμότατα καὶ λαμπρότατα προςελϑεῖν, Xen. Cyr. 2, 4, 1; – heftig (s. oben 2), ἐπικείμενοι Thuc. 7, 71; λαμπρῶς ἐχρήσαντο τοῖς χρήμασι Pol. 4, 57, 10.
-
6 λάμπω
λάμπω, perf. λέλαμπα, λάμπεσκον, Theocr. 24, 19. 25, 141, – 1) leuchten, glänzen (vgl. λαμπετάω), vom Glanze der Waffen, oft mit dem Blitz verglichen, τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ' ὥςτε στεροπή, Il. 10, 154. 11, 66, u. der Augen, ὀφϑαλμὼ δ' ἄρα οἱ πυρὶ λάμπετον, 13, 474; vom Blitze, λάμπων πυρὶ κεραυνός Ar. Nubb. 395; von der Sonne, ἔλαμψε Τ, τάν Anacr. 44, 6; ἥλιος, ἠώς, Eur. Ion 83 I. A. 158; vom Feuer, ἐκ δὲ ϑυμάτων Ἥφαιστος οὐκ ἔλαμψεν Soph. Ant. 994, wie οὐδ' ἔτι πῦρ ἐπὶ βώμων λέλαμπεν Eur. Andr. 1025; λέλαμπεν Ἴλιος Ir. 1295; von Fackeln, πεῦκαι, Mel. 1477. – So auch im med., κόρυϑος λαμπομένης, Il. 16, 71, δαΐδων ὑπὸ λαμπομενάων, 18, 492, χαλκὸς ἐλάμπετο εἴκελος αὐγῇ, 22, 134; vgl. Hes. Sc. 60; Eur. Med. 1194 u. sp. D.; seltener in Prosa, σκηπτὸς ἔδοξε πεσεῖν εἰς τὴν οἰκίαν καὶ ἐκ τούτου λάμπεσϑαι πᾶσαν Xen. An. 3, 1, 11; λύχνος τῷ πυρὶ λαμπόμενος Luc. Asin. 51, wo man es auch pass. fassen kann, da Eur. das Wort auch trans. braucht, leuchten, erglänzen lassen, ὦ λάμπουσα πέτρα πυρὸς δικόρυφον σέλας Phoen. 226, δόλιον ἀστέρα λάμψας I. A. 1131, was spätere Dichter nachahmen, wie Antp. Thess. 13 (VI, 249) λάμψω φέγγος. – 2) Uebertr. vom Ruhm, hervorglänzen, λάμπει κλέος Pind. Ol. 1, 23, ἀρετά I. 1, 22, wie Eur. ἁ δ' ἀρετὰ καὶ ϑανοῠσα λάμπει, Andr. 777; ähnlich Soph. κἀμὲ ἄστρον ἃς λάμψειν ἔτι, El. 66, παιὰν δὲ λάμπει, O. R. 187, wie φάμα, 475, u. öfter von der Stimme (vgl. λαμπρός). – Von der Schönheit, Plat. Phaedr. 250 d.
-
7 κεραυνός
См. также в других словарях:
στεροπῇ — στεροπή flash of lightning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεροπή — flash of lightning fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεροπή — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του βασιλιά της Τεγέας Κηφέα. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Ηρακλής της έδωσε τον πλόκαμο της Μέδουσας που του είχε χαρίσει η Αθηνά. Οι Τεγεάτες, κάθε φορά που εχθροί πολιορκούσαν τα τείχη της πόλης, περιέφεραν τον… … Dictionary of Greek
Στερόπη — Στερόπης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερόπη — στερόπης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στερόπῃ — Στερόπης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερόπῃ — στερόπης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεροπῆι — στεροπῇ , στεροπή flash of lightning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Стеропа — (Στερόπή), или Астеропа: 1) дочь Атланта и Плеоны, супруга (или, от Ареса, мать) Эномая, одна из плеяд. Изображение С. существовало на фронтоне Олимпийского храма Зевса; 2) дочь тегейского царя Кефея. Когда Геракл отправился походом на Спарту,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
στεροπαῖς — στεροπή flash of lightning fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεροπαῖσι — στεροπή flash of lightning fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)