-
1 επικαμπύλος
-
2 ἐπικαμπύλος
-
3 ἐπικαμπύλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαμπύλος
-
4 επικαμπύλα
-
5 ἐπικαμπύλα
См. также в других словарях:
ἐπικαμπύλος — crooked masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαμπύλα — ἐπικαμπύλος crooked neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)