-
1 επιδιατρίψας
ἐπιδιατρί̱ψᾱς, ἐπί-διατρίβωrub hard: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
2 ἐπιδιατρίψας
ἐπιδιατρί̱ψᾱς, ἐπί-διατρίβωrub hard: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
3 επιδιατριβω
-
4 ἐπιδιατρίβω
A spend time on, χρόνον τῇγεύσει Thphr.Od.11
; spend,ἡμέρας τρεῖς J.AJ11.5.2
, cf.Hdn.2.11.1; ἐπιδιατρίψας dwelling on it, Arist.Mete. 371a23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδιατρίβω
См. также в других словарях:
ἐπιδιατρίψας — ἐπιδιατρί̱ψᾱς , ἐπί διατρίβω rub hard aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)