-
1 γεύσει
γεύωgive a taste: aor subj act 3rd sg (epic)γεύωgive a taste: fut ind mid 2nd sgγεύωgive a taste: fut ind act 3rd sgγεῦσιςsense of taste: fem nom /voc /acc dual (attic epic)γεύσεϊ, γεῦσιςsense of taste: fem dat sg (epic)γεῦσιςsense of taste: fem dat sg (attic ionic) -
2 πικραντικός
πικραντικός, Bitterkeit erregend, bitter; διατίϑεμαι, ἀψινϑίου τῇ γεύσει προςαχϑέντος, Sext. Emp. adv. log. 1, 367.
-
3 κατα-γεύομαι
κατα-γεύομαι, kosten, genau erforschen, τινός, Sp.; καταγευσϑείς erkl. Phot. u. Suid. τῇ γεύσει νικηϑείς.
-
4 βορβορίζω
II βορβορίζει· γογγύζει, μολύνει (Cypr.), Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βορβορίζω
-
5 δυσδοκίμαστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσδοκίμαστος
-
6 πεπερίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεπερίζω
-
7 πικρίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πικρίζω
-
8 στυφός
A astringent,οἶνος Gp.6.11.2
([comp] Comp.), but σ. οἶνος,= viscidus, Gloss., and so perh. Gp.l.c.: metaph., Νεμέσεως ἀστὴρ.. τῇ γεύσει ς. Vett.Val.2.23. -
9 χυμός
I juice of plants, Hp.Epid.6.6.3 (cf. Gal.17 (2).327), Pl.Ti. 60a, 60b(pl.), Arist.HA 554a13(pl.), 596b17, Thphr. HP9.1.1, al.2 animal juices, 'humours', Hp.VM18, Arist.HA 556b22, PA 676a16; juice in a wider sense covering 1.1 and 2, Id.Mete. 380b2 (pl.), 32: freq. in later writers, Gal.15.62, 16.497, Porph.Abst. 2.45, etc.;ἡμίπεπτοι χ. Gal.6.258
; πέψαι τοὺς χ. ib.253.3 χυμός· σίελος, Hsch. ( αἱ τῶν χυμῶν κενώσεις include πτύσματα in Gal.16.644).II flavour,ἅμα τῇ γεύσει ὁ χ. Arist.Ph. 245a9
, cf. Mete. 356a13 (pl.), de An. 414b11: but not of the action of causing taste, ἡ τοῦ χ. [ἐνέργεια] ἀνώνυμος ib. 426a15;ἰχθῦν.., ἔχοντα τοὺς χ. ἐν αὑτῷ Arched.2.9
; opp. ὀσμαί, χρόαι, Plu.2.646b (and so interchangeable withχυλός 11
(q.v.), Diocl.Fr.138): several varieties distd. by Thphr. CP6.4.1, cf. Plu.2.913b. -
10 ἐλαιώδης
ἐλαι-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλαιώδης
-
11 ἐπιδιατρίβω
A spend time on, χρόνον τῇγεύσει Thphr.Od.11
; spend,ἡμέρας τρεῖς J.AJ11.5.2
, cf.Hdn.2.11.1; ἐπιδιατρίψας dwelling on it, Arist.Mete. 371a23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδιατρίβω
-
12 ἔλλιπος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔλλιπος
-
13 ὀριγανίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀριγανίζω
-
14 ὑποδάκνω
A bite privily,φθεῖρες γεωργὸν ὑ. App.BC1.101
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποδάκνω
См. также в других словарях:
γεύσει — γεύω give a taste aor subj act 3rd sg (epic) γεύω give a taste fut ind mid 2nd sg γεύω give a taste fut ind act 3rd sg γεῦσις sense of taste fem nom/voc/acc dual (attic epic) γεύσεϊ , γεῦσις sense of taste fem dat sg (epic) γεῦσις sense of taste… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PICRIS — Graeca vox πικρὶς, lactuca agrestis, Exodi c. 12. v. 8. in Vulgata, Et edent carnes nocte illâ assas ipsi et azymos panes cum lactucis agrestibus; ubi Vaticana translatio habet, Et azyma super picrides comedent: S. Cyprianus cum picridibus, legit … Hofmann J. Lexicon universale
καταγεύομαι — (AM) μσν. παθ. (κατά τον Φώτ.) «καταγευσθείς τῇ γεύσει νικηθείς» αρχ. 1. δοκιμάζω κάτι με τη γεύση, γεύομαι 2. εξετάζω … Dictionary of Greek
ξηραντικός — ή, ό (ΑΜ ξηραντικός, ή, όν) [ξηραίνω] αυτός που έχει την ικανότητα, τη δύναμη ή την ιδιότητα να ξηραίνει, αποξηραντικός, στεγνωτικός («τὸ γὰρ τῇ γεύσει πικρόν, τῇ δυνάμει ξηραντικόν», Πλούτ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξηραντικά (ενν.… … Dictionary of Greek
πικρίζω — Ν ΜΑ [πικρός] έχω πικρή γεύση (α. «τα χόρτα πικρίζουν» β. «πικρίζειν ἐν τῇ γεύσει», Ορειβ.) νεοελλ. 1. γίνομαι πικρός, αποκτώ πικρή γεύση 2. καθιστώ κάτι πικρό, δίνω πικρή γεύση σε κάτι … Dictionary of Greek
χυμός — ο, ΝΜΑ 1. το θρεπτικό υγρό που κυκλοφορεί στα διάφορα μέρη τών φυτών 2. καθένα από τα τέσσερα υγρά τού σώματος τα οποία, κατά τους αρχαίους φυσιολόγους, προσδιόριζαν την ιδιοσυγκρασία και τον χαρακτήρα τού ατόμου και που είναι το αίμα, το φλέγμα … Dictionary of Greek
ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… … Православная энциклопедия