-
1 επιδιαθήκη
-
2 ἐπιδιαθήκη
-
3 ἐπιδιαθήκη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδιαθήκη
-
4 ἐπιδιαθήκη
ἐπι-δια-θήκη, ἡ, Zusatz zum Testament; das Niederlegen eines Pfandes -
5 επιδιαθήκας
ἐπιδιαθήκᾱς, ἐπιδιαθήκηadditional: fem acc plἐπιδιαθήκᾱς, ἐπιδιαθήκηadditional: fem gen sg (doric aeolic) -
6 ἐπιδιαθήκας
ἐπιδιαθήκᾱς, ἐπιδιαθήκηadditional: fem acc plἐπιδιαθήκᾱς, ἐπιδιαθήκηadditional: fem gen sg (doric aeolic) -
7 ἐπι-δια-τίθημι
ἐπι-δια-τίθημι (s. τίϑημι), darauf anordnen, μονομαχίαν D. C. 62, 15. – Med. für sich als Pfand niederlegen, ἐὰν μὴ ὀμόσῃ, ἀργύριον Dem. 33, 13; Lys. bei Harpocr., vgl. ἐπιδιαϑήκη. – Auch beim Würfelspiel einsetzen, μνᾶν αὐτῶν ἐπιδιατεϑειμένων Poll. 9, 96.
-
8 επιδιαθήκαις
-
9 ἐπιδιαθήκαις
-
10 επιδιαθήκην
-
11 ἐπιδιαθήκην
-
12 επιδιαθήκης
-
13 ἐπιδιαθήκης
-
14 ἐπιδιατίθημι
A arrange besides or afterwards, D.C.62.15:—[voice] Med., deposit as security for one's doing a given act, Lys.Fr. 110 S.;ἀργύριον D.33.13
; cf.ἐπιδιαθήκη 11
; also, stake on a throw at dice, Poll.9.96; cf. ἐπιδιάκειμαι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδιατίθημι
См. также в других словарях:
επιδιαθήκη — ἐπιδιαθήκη, ἡ (Α) 1. συμπληρωματική διαθήκη, κωδίκελλος 2. εγγύηση, ασφάλεια … Dictionary of Greek
ἐπιδιαθήκη — additional fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιαθήκαις — ἐπιδιαθήκη additional fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιαθήκην — ἐπιδιαθήκη additional fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιαθήκης — ἐπιδιαθήκη additional fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιαθήκας — ἐπιδιαθήκᾱς , ἐπιδιαθήκη additional fem acc pl ἐπιδιαθήκᾱς , ἐπιδιαθήκη additional fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek