-
1 ἐπιδιαθήκη
ἐπι-δια-θήκη, ἡ, Zusatz zum Testament; das Niederlegen eines Pfandes -
2 ἐπι-δια-τίθημι
ἐπι-δια-τίθημι (s. τίϑημι), darauf anordnen, μονομαχίαν D. C. 62, 15. – Med. für sich als Pfand niederlegen, ἐὰν μὴ ὀμόσῃ, ἀργύριον Dem. 33, 13; Lys. bei Harpocr., vgl. ἐπιδιαϑήκη. – Auch beim Würfelspiel einsetzen, μνᾶν αὐτῶν ἐπιδιατεϑειμένων Poll. 9, 96.
См. также в других словарях:
επιδιαθήκη — ἐπιδιαθήκη, ἡ (Α) 1. συμπληρωματική διαθήκη, κωδίκελλος 2. εγγύηση, ασφάλεια … Dictionary of Greek
ἐπιδιαθήκη — additional fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιαθήκαις — ἐπιδιαθήκη additional fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιαθήκην — ἐπιδιαθήκη additional fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιαθήκης — ἐπιδιαθήκη additional fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιαθήκας — ἐπιδιαθήκᾱς , ἐπιδιαθήκη additional fem acc pl ἐπιδιαθήκᾱς , ἐπιδιαθήκη additional fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek