-
1 жест
жестм прям., перен ἡ χειρονομία:сделать красивый \жест перен κάνω ἐπιδεικτική χειρονομία. -
2 показной
показн||ойприл ἐπιδεικτικός, φαινομενικός:\показнойа́я роскошь ἡ ἐπιδεικτική πολυτέλεια· \показнойое веселье ἡ ἐξωτερική εὐθυμία. -
3 демонстративный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно.1. επιδεικτικός, προκλητικός•демонстративный отказ επιδεικτική άρνηση.
2. παραστατικός•демонстративный метод преподавания παραστατική (εποπτική) μέθοδος διδασκαλίας.
3. (στρατ.) επιδεικτικός, της επίδειξης• παραπλανητικός. -
4 молодечество
-а ουδ.παλικαριά, αντρεία, ανδρισμός. || επιδεικτική παλικαριά, αρειμα-νιότητα. -
5 показательный
επ., βρ: -лен, -льна, -о.1. (εν)δεικτικός• έκδηλος, -λωτικός, εμφαντικός•это весьма -но αυτό είναι αρκετά ενδεικτικό.
2. υποδειγματικός, παραδειγματικός.3. επιδεικτικός•показательный выход επιδεικτική έξοδος.
См. также в других словарях:
ἐπιδεικτική — ἐπιδεικτικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιδεικτικός — ή, ό (AM ἐπιδεικτικός, ή, όν) 1. κατάλληλος για επίδειξη 2. φρ. «ἐπιδεικτικοὶ λόγοι», «ἐπιδεικτικὸν εἶδος ρητορικής» έντεχνα ρητορικά εγκώμια, πανηγυρικοί λόγοι ή δικανικοί που προβάλλονταν από ρητοροδιδασκάλους νεοελλ. 1. αυτός που έχει την τάση … Dictionary of Greek
αρματοδρομία — η (AM ἁρματοδρομία) [αρματοδρόμος] αγώνας δρόμου με άρμα νεοελλ. επιδεικτική παρέλαση αρμάτων … Dictionary of Greek
βιβλιοδεσία — Σύνολο εργασιών με τις οποίες συναρμολογείται σε τόμο ένα βιβλίο με τη συρραφή ορισμένου αριθμού τυπογραφικών φύλλων και την επικόλληση εξωτερικού περιβλήματος. Στην καθημερινή ομιλία, o όρος χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει μόνο το… … Dictionary of Greek
δαγκωτός — ή, ό 1. αυτός που έγινε από δάγκωμα 2. όποιος έχει δάγκωμα, ο δαγκωμένος 3. (για συναρμοζόμενα πράγματα) ο προσαρμοσμένος στις αντίστοιχες εσοχές ή εξοχές τού άλλου 4. φρ. «τού τό ριξα δαγκωτό» τόν καταψήφισα με επιδεικτική εμπάθεια … Dictionary of Greek
εξουσία — Έκφραση που προσδιορίζει την κρατική αρχή ως φορέα της κυριαρχίας. Δηλαδή πρόκειται για τη γενική ε., που προκύπτει ως ειδικότερη έννοια από τη δύναμη, την ισχύ, και τις επιμέρους κρατικές ε., νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική, αλλά και τη… … Dictionary of Greek
επίδειγμα — ἐπίδειγμα, τὸ (Α) [επιδεικνύω] 1. υπόδειγμα, πρότυπο («σοφίας πλείστης ἐπίδειγμα», Πλάτ.) 2. αξιόλογο, χαρακτηριστικό μάθημα («καλὸν δ’ ἐπίδειγμα καὶ τοῦτο λέγεται κῦρος ἐπιδεῖξαι Κροίσῳ», Ξεν.) 3. σημάδι («ἣν [ὑδρίαν] οὐχ ὡς ἀνάθημα Θεοῡ καλόν,… … Dictionary of Greek
κουλτούρα — η 1. ο πνευματικός πολιτισμός, η πολιτιστική παράδοση, έντεχη ή και λαϊκή, ενός έθνους 2. πνευματική ανάπτυξη, καλλιέργεια, παιδεία, μόρφωση 3. (ειρωνικά) επιδεικτική παρουσίαση γνώσεων και εξεζητημένο ενδιαφέρον για πνευματικά και καλλιτεχνικά… … Dictionary of Greek
κόρδαξ — Αρχαίος φαλλικός οργιαστικός χορός, ο οποίος μνημονεύεται συχνά στις αττικές κωμωδίες. Φαίνεται πως αρχικά τον χόρευαν στην Πελοπόννησο προς τιμήν της Άρτεμης. * * * κόρδαξ, ὁ (Α) 1. είδος χορού τής αρχαίας κωμωδίας που χαρακτηρίστηκε από τους… … Dictionary of Greek
λιμοκοντόρος — ο 1. (σκωπτ.) νέος που κρύβει τη φτώχεια ή τις στερήσεις του κομψευόμενος και ερωτοτροπώντας με επιδεικτικούς τρόπους και επιδεικτική εμφάνιση 2. παλαιό μονόδραχμο χαρτονόμισμα («διπλός λιμοκοντόρος») το δίδραχμο). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λιμοκόντης <… … Dictionary of Greek
παρέλαση — η / παρέλασις, άσεως, ή ΝΑ [παρελαύνω] διέλευση μπροστά από κάτι ή κάποιον, το πέρασμα νεοελλ. (ειδικότερα) επιδεικτική διέλευση στρατιωτικών τμημάτων, οργανώσεων ή σχολείων κατά φάλαγγες ή κατά παραγωγή μπροστά από τον αρχηγό τους ή από τιμώμενο … Dictionary of Greek