-
1 επιδεικνυω...
ἐπιδεικνύω...ἐπιδείκνυμι, ἐπιδεικνύω(fut. ἐπιδείξω, aor. ἐπέδειξα - ион. ἐπέδεξα)1) показывать(πᾶσαν τέν Ἑλλάδα τινί Her.; τέν δύναμίν τινι Xen.)
ἐπιδείξασθαι τὸν στρατόν Her. — произвести смотр войску2) предъявлять(πιστὰ τεκμήριά τινος Aesch.)
3) выказывать, проявлять, обнаруживать(βίαν ἐν ἀέθλοισιν Pind.; τέν πρός τινα εὔνοιαν Lys.; τέν αὑτοῦ σοφίαν Xen.; med. τὰς αὑτῶν ἀρετὰς ἔν τισι Isocr.)
τοῖς ὅπλοις καὴ ταῖς χερσὴν ἐ. τὸν Ἀλέξανδρον Plut. — военными подвигами сравняться с Александром4) med. выставлять на показ(τὸν πλοῦτον Arst.)
λόγον τινὴ ἐ. Xen. — мараться блеснуть перед кем-л. своим красноречием5) med. выставлять себя напоказ(ἄλλοις Xen.)
6) показывать, доказывать(τι Plat., Aeschin., Arst.; ὅτι … Xen., Plat., Arst. и ὡς … Plat.; ἐπιδεῖξαί τινα ὑβρικότα εἴς τινα Dem.)
ἐπέδειξαν οὐ λόγῳ μόνον Soph. — они (это) не просто сказали, но и доказали;ἐ. τινὰ ψευδῆ Plat. — уличать кого-л. во лжи;ἐπεδείχθη τὰ ψευδῆ μαρτυρῶν Isocr. — он был уличен в лжесвидетельстве;ἔργῳ ἐπεδείκνυτο καὴ ἔλεγεν Xen. — он доказал на деле, (как) и сказал -
2 επιδεικνυω
-
3 επιδεικνύω
(αόρ. επέδειξα) μετ.1) показывать; указывать; 2) предъявлять;επιδεικνύω την ταυτότητα — предъявлять пропуск;
3) выказывать, обнаруживать, проявлять;4) выставлять напоказ, демонстрировать; хвастать, щеголять;1) — франтить, щеголять;επιδεικνύομαι
2) кичиться, гордиться, зазнаваться;της αρέσει να επιδεικνύεται παντού — ей нравится везде выставлять себя напоказ
-
4 επιδεικνύω
[епидикнио] ρ указывать. -
5 επιδεικνυμι
ἐπιδείκνυμι, ἐπιδεικνύω(fut. ἐπιδείξω, aor. ἐπέδειξα - ион. ἐπέδεξα)1) показывать(πᾶσαν τέν Ἑλλάδα τινί Her.; τέν δύναμίν τινι Xen.)
ἐπιδείξασθαι τὸν στρατόν Her. — произвести смотр войску2) предъявлять(πιστὰ τεκμήριά τινος Aesch.)
3) выказывать, проявлять, обнаруживать(βίαν ἐν ἀέθλοισιν Pind.; τέν πρός τινα εὔνοιαν Lys.; τέν αὑτοῦ σοφίαν Xen.; med. τὰς αὑτῶν ἀρετὰς ἔν τισι Isocr.)
τοῖς ὅπλοις καὴ ταῖς χερσὴν ἐ. τὸν Ἀλέξανδρον Plut. — военными подвигами сравняться с Александром4) med. выставлять на показ(τὸν πλοῦτον Arst.)
λόγον τινὴ ἐ. Xen. — мараться блеснуть перед кем-л. своим красноречием5) med. выставлять себя напоказ(ἄλλοις Xen.)
6) показывать, доказывать(τι Plat., Aeschin., Arst.; ὅτι … Xen., Plat., Arst. и ὡς … Plat.; ἐπιδεῖξαί τινα ὑβρικότα εἴς τινα Dem.)
ἐπέδειξαν οὐ λόγῳ μόνον Soph. — они (это) не просто сказали, но и доказали;ἐ. τινὰ ψευδῆ Plat. — уличать кого-л. во лжи;ἐπεδείχθη τὰ ψευδῆ μαρτυρῶν Isocr. — он был уличен в лжесвидетельстве;ἔργῳ ἐπεδείκνυτο καὴ ἔλεγεν Xen. — он доказал на деле, (как) и сказал -
6 ενδιαφέρον
(-οντος) τό интерес, заинтересованность;δείχνω ( — или επιδεικνύω) ενδιαφέρον — проявлять интерес;
παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον ( — или μετ' ενδιαφέροντος) — наблюдать, следить за чём-л. со вниманием, с интересом;
έχω ( — или παρουσιάζω) ενδιαφέρον — представлять интерес;
έχω ενδιαφέρον εις τι — быгь заинтересованным в чём-л.;
προκαλώ το ενδιαφέρον (γιά κάτι) — вызывать интерес, возбуждать интерес (к чему-л.); — интересовать, заинтересовывать (чём-л.)
-
7 θάρρος
τό1) храбрость, смелость, отвага, мужество;άνθρωπος άνευ θάρρους — малодушный человек;
επιδεικνύω θάρρος — проявлять храбрость, мужество;
εμπνέω θάρρος — поднять дух, вдохнуть мужество, подбодрить;
έχε θάρρος — мужайся, крепись;
ξαναπαίρνω θάρρος — воспрянуть духом;
παίρνω θάρρος — бодриться;
παίρνω ( — или λαμβάνω) το θάρρος να... — позволять себе, осмеливаться...;
βρίσκω το θάρρος να... — хватает духу, чтобы...;
χάνω το θάρρος — а) трусить, проявлять малодушие; — б) падать духом;
με θάρρος — или μετά θάρρους — мужественно, смело;
2) наглость; бесцеремонность; фамильярность;παίρνω πολύ θάρρος — обнаглеть;
δίνω θάρρος — давать волю, много позволять (кому-л.), распустить (кого-л.);
με όλον το θάρρος — без церемоний, запросто;
3) уверенность (в ком-л.); надежда;έχω το θάρρος ( — или τα θάρρη) μου σε... — возлагать надежды, надеяться на кого-л.;
4) близость, близкие отношения;έχω το θάρρος μαζί του ( — или μ' αυτόν) — я с ним близок
-
8 ταχυδακτυλουργία
См. также в других словарях:
επιδεικνύω — επιδεικνύω, επέδειξα βλ. πίν. 87 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επιδεικνύω — (AM ἐπιδείκνυμι και ἐπιδεικνύω) 1. παρουσιάζω, εμφανίζω, προβάλλω κάτι ως δείγμα, ως αξιόλογο για θέα ή ως πειστήριο (α. «επιδεικνύει τα νέα κοσμήματα, ή τα πειστήρια τού εγκλήματος» β. «καλὴν εἰκάσας γραφῇ γυναῖκα ἐπεδείκνυεν») 2. εμφανίζω και… … Dictionary of Greek
ἐπιδεικνύω — ἐπιδείκνυμι exhibit as a specimen pres subj act 1st sg ἐπιδείκνυμι exhibit as a specimen pres subj act 1st sg ἐπιδείκνυμι exhibit as a specimen pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίδειξη — η (AM έπίδειξις) [επιδεικνύω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού επιδεικνύω («επίδειξη εμπορευμάτων, μόδας» κ.λπ.) 2. συμπεριφορά που έχει σκοπό την επίδειξη για λόγους εντυπώσεων («επίδειξη πολυμάθειας, πλούτου» κ.λπ.) 3. φανέρωση, αποκάλυψη… … Dictionary of Greek
παλληκαρεύω — και παληκαρεύω και παλικαρεύω [παλληκάρι] 1. κάνω το παληκάρι, συν. χωρίς να είμαι, επιδεικνύω ανδρεία 2. μέσ. παλ(λ)ηκαρεύομαι και παλικαρεύομαι (για γέροντα) προσπαθώ να παραστήσω το παληκάρι, επιδεικνύω παράστημα και χάρη παληκαριού, καμαρώνω … Dictionary of Greek
προσαναδείκνυμι — Α επιδεικνύω, παρουσιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναδείκνυμι «επιδεικνύω, εκθέτω»] … Dictionary of Greek
έκκειμαι — (AM ἔκκειμαι) Ι. είμαι ανηρτημένος για να μπορεί να μέ διαβάζει το κοινό («έκκειται το πινάκιον») αρχ. μσν. πέφτω έξω, βρίσκομαι έξω αρχ. 1. επιδεικνύω 2. προβάλλω, φαίνομαι έξω από κάτι 3. (για μέλη τού σώματος) είμαι ακάλυπτος, γυμνός 4. είμαι… … Dictionary of Greek
αλληλεπιδεικνύομαι — και αλληλο επιδεικνύομαι σε κάποιον και αυτός επιδεικνύεται σε μένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + επιδεικνύω ( ομαι)] … Dictionary of Greek
αναδεικνύω — (Α ἀναδεικνύω και δείκνυμι, Ν και δείχνω) εκλέγω σε αξίωμα, ανακηρύσσω, αναγορεύω νεοελλ. 1. κάνω κάποιον ή κάτι σπουδαίο, εξυψώνω, προάγω, προβάλλω 2. μέσ. επιτυγχάνω σε κάποια επίδοση, προοδεύω, ευδοκιμώ, διακρίνομαι αρχ. 1. ανυψώνω και δείχνω… … Dictionary of Greek
αποδεικνύω — κ. αποδείχνω (AM ἀποδεικνύω κ. δείκνυμι) 1. παρέχω στοιχεία για να επιβεβαιώσω ή να τεκμηριώσω ισχυρισμό, υπόθεση, γνώμη 2. κάνω κάτι φανερό, αποκαλύπτω αρχ. Ι. 1. παρουσιάζω 2. υπολογίζω 3. δημοσιεύω νόμο 4. ορίζω, καθορίζω 5. προσφέρω, παρέχω 6 … Dictionary of Greek
αποφαίνομαι — (AM ἀποφαίνω κ. ομαι) ( ομαι) 1. εκφέρω γνώμη, λέω την άποψή μου 2. (για δημόσια αρχή) εκδίδω απόφαση, αποφασίζω αρχ. Ι. ενεργ. 1. καθιστώ φανερό, αποκαλύπτω 2. γνωστοποιώ, παρέχω ενδείξεις 3. παριστάνω, παρουσιάζω 4. καταγγέλλω 5. παρουσιάζω… … Dictionary of Greek