Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπιγονή

См. также в других словарях:

  • επιγονή — ἐπιγονή, η (AM) (για ζώα) παραγωγή, γεννήματα αρχ. 1. αύξηση, ανάπτυξη 2. γένος, ράτσα 3. οι απόγονοι ξένων στρατιωτικών εποίκων στην Αίγυπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γον ή (< γί γν ομαι), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τού αρχικού θ.… …   Dictionary of Greek

  • ἐπιγονῇ — ἐπιγονή increase fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγονή — increase fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγοναί — ἐπιγονή increase fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγονῆς — ἐπιγονή increase fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγονήν — ἐπιγονή increase fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιγονῶν — ἐπιγονή increase fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԾՆՈՒՆԴ — (ծնընդեան, դոց.) NBH 1 1022 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c, 13c, 14c գ. իբր ն. τοκετός, τόκος, τίκτειν , λοχεύεσθαι partus, puerperium, parere, parturire. Ծնանելն զզաւակ՝ մանաւանդ որպէս մայր. յառաջ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ἐπιγονάς — ἐπιγονά̱ς , ἐπιγονή increase fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»