Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐπιγνώσῃ

См. также в других словарях:

  • επίγνωση — η (AM ἐπίγνωσις) [επιγιγνώσκω] ενσυνείδητη γνώση, συναίσθηση ενός πράγματος («δεν έχει επίγνωση τής θέσης του») αρχ. μσν. η αναγνώριση («πρὸς ἐπίγνωσιν ὀξέως τῶν ἐρώντων γὰρ ἡ ὄψις») αρχ. 1. εξέταση, έρευνα («οὐδὲν οἷόν τε κατὰ τρόπον χειρίσαι… …   Dictionary of Greek

  • επίγνωση — η 1. ηακριβής και ενσυνείδητη γνώση, η πλήρης κατανόηση της σημασίας κάποιας κατάστασης, η συναίσθηση: Δεν έχει ακόμη το παιδάκι επίγνωση του κινδύνου. 2. (νομ.), επιδοκιμασία δικαιοπραξίας που έγινε χωρίς πληρεξουσιότητα από τρίτο στο όνομα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιγνώσῃ — ἐπιγνώσηι , ἐπίγνωσις recognition fem dat sg (epic) ἐπιγιγνώσκω look upon fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνείδηση — Κάθε άνθρωπος, που, από ψυχοφυσικής άποψης, δεν απομακρύνεται από το κανονικό, περνά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε μια κατάσταση που του επιτρέπει να «αντιλαμβάνεται», να «έχει συνείδηση» των όσων συμβαίνουν γύρω του και της ίδιας της… …   Dictionary of Greek

  • άγχος — Σωματική και ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από το αίσθημα διάχυτου φόβου, ο οποίος μπορεί να φτάσει από την ανησυχία έως τον πανικό, με οδυνηρά αισθήματα περίσφιξης του θώρακα και του λαιμού. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα άγχω (= σφίγγω τον …   Dictionary of Greek

  • συνειδητός — ή, ό, Ν 1. αυτός που γίνεται με συνείδηση, με επίγνωση («συνειδητή πράξη») 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει πλήρη επίγνωση, πλήρη συναίσθηση τού τί είναι ή τού τί κάνει («συνειδητός δημοκράτης») 3. το ουδ. ως ουσ. το συνειδητό (ψυχανάλ.) σύστημα,… …   Dictionary of Greek

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • ανεπίγνωστος — η, ο (AM ἀνεπίγνωστος, ον) αυτός που δεν μπορεί να γίνει κατανοητός, που βρίσκεται πέρα από τις γνωστικές μας ικανότητες νεοελλ. 1. όποιος δεν έχει επίγνωση, συναίσθηση για κάτι 2. αυτό που γίνεται χωρίς επίγνωση, ασυναίσθητα αρχ. εκείνος που δεν …   Dictionary of Greek

  • σύνοιδα — και αττ. τ. ξύνοιδα Α [οἶδα] 1. έχω συνείδηση, επίγνωση κάποιου πράγματος («τί φῄς; ξυνειδὼς οὐ φράσεις;», Σοφ.) 2. έχω συνείδηση, γνωρίζω ενδόμυχα κάτι (α. «ξύνοιδ ἐμαυτῇ πολλά δείν », Αριστοφ. β. «ὅταν καὶ μηδὲν σαυτῷ συνειδῇς ἐξαμαρτάνων»,… …   Dictionary of Greek

  • познати — ПОЗНА|ТИ (388), Ю, ѤТЬ гл. 1.Познать, постичь: Крѣпъкъ силою зьрѧи вьсего. и очи ѥго на боѧштиихъсѧ ѥго. и тъ познаѥть вьсѧко дѣло чл҃чско. (ἐπιγνώσεται) Изб 1076, 178; Во ньже д҃нь аще призовѹ тѧ. се познахъ ˫ако б҃ъ мои ѥси ты. СбЯр XIII2, 29… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άδικος — η, ο (Α ἄδικος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες 2. (για πράγματα) αυτός που συντελείται παρά το δίκαιο 3. το ουδ. ως ουσ. το άδικο(ν) αδικία, αδίκημα 4. επίρρ. άδικα και (νεοελλ. αρχ.) αδίκως χωρίς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»