-
1 επιγειόκαυλος
-
2 ἐπιγειόκαυλος
-
3 ἐπιγειόκαυλος
ἐπιγειόκαυλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιγειόκαυλος
-
4 ἐπιγειόκαυλος
-
5 επιγειόκαυλα
-
6 ἐπιγειόκαυλα
См. также в других словарях:
επιγειόκαυλος — ἐπιγειόκαυλος, ον (Α) (για φυτό) αυτός τού οποίου ο βλαστός γέρνει στη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. επί γειος + καυλός «κορμός»] … Dictionary of Greek
ἐπιγειόκαυλος — with procumbent stem masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιγειόκαυλα — ἐπιγειόκαυλος with procumbent stem neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία … Dictionary of Greek