-
1 επιγειόκαυλα
-
2 ἐπιγειόκαυλα
См. также в других словарях:
ἐπιγειόκαυλα — ἐπιγειόκαυλος with procumbent stem neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επιγειόκαυλα
2 ἐπιγειόκαυλα
ἐπιγειόκαυλα — ἐπιγειόκαυλος with procumbent stem neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)