-
1 ἀντι-τείνω
ἀντι-τείνω (s. τείνω), dagegen, entgegen spannen, τὰς ἡνίας ἀντιτεῖναι, straff anziehen, im Gegensatz von χαλάσαι Plut. de educ. libr. 18. – Gew. intrans., a) von Gegenden, sich gegenüber hin erstrecken; von Oertern, gegenüber liegen, Plut. τινί Them. 8. – b) entgegen sein, widerstehen, ἐπιβουλίᾳ Pind. N. 4, 37; öfter Her., z. B. im Ggstz von εἴκω 8, 3; wie dem ὑπείκω entgegengesetzt, Plat. Legg. V, 727 d; neben μάχεσϑαι Rep. X, 604 a; πρός τι Phaedr. 256 a; πολλὰ ἀντ., sich vielfach widersetzen, Phaed. 108 b (vgl. ἀντίτασις u. Eur. Med. 861 οὐδ' ἀντιτείνειν νήπι' ἀντὶ νηπίων); Xen.; Arist.
См. также в других словарях:
ἐπιβουλία — ἐπιβουλίᾱ , ἐπιβουλία treachery fem nom/voc/acc dual ἐπιβουλίᾱ , ἐπιβουλία treachery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλίᾳ — ἐπιβουλίαι , ἐπιβουλία treachery fem nom/voc pl ἐπιβουλίᾱͅ , ἐπιβουλία treachery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιβουλία — η (Α ἐπιβουλία) [επίβουλος] νεοελλ. ονομασία μικρού σιφωνοφόρου αρχ. επιβουλή … Dictionary of Greek
ἐπιβουλίας — ἐπιβουλίᾱς , ἐπιβουλία treachery fem acc pl ἐπιβουλίᾱς , ἐπιβουλία treachery fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλίαν — ἐπιβουλίᾱν , ἐπιβουλία treachery fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλιῶν — ἐπιβουλία treachery fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλίαις — ἐπιβουλία treachery fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλίην — ἐπιβουλία treachery fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβουλίης — ἐπιβουλία treachery fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοποιός — ά, ό (AM κακοποιός, όν) 1. αυτός που κάνει το κακό, που εκτελεί κακές πράξεις, βλαβερός (α. «κακοποιό στοιχείο» β. «κακοποιὸν ὄνειδος», Πίνδ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο κακοποιός κακούργος, εγκληματίας μσν. 1. ανήθικος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακοποιόν… … Dictionary of Greek
πιβουλιά — η, Ν δόλος, επιβουλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐπιβουλία με σίγηση τού αρκτικού άτονου ε ] … Dictionary of Greek