Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπιβλέπω

См. также в других словарях:

  • ἐπιβλέπω — look upon pres subj act 1st sg ἐπιβλέπω look upon pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιβλέπω — επιβλέπω, επέβλεψα βλ. πίν. 9 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επιβλέπω — (AM ἐπιβλέπω) παρακολουθώ με υπευθυνότητα την εκτέλεση μιας εργασίας, εποπτεύω αρχ. μσν. 1. βλέπω ευνοϊκά, στρέφω τα μάτια μου με ευμένεια 2. κοιτάζω προσεκτικά 3. αποδίδω σημασία, υπολογίζω μσν. βλέπω αρχ. 1. διαπιστώνω 2. βλέπω προς τα πάνω ή… …   Dictionary of Greek

  • επιβλέπω — επίβλεψα και επέβλεψα 1. αμτβ., στρέφω (ρίχνω) το βλέμμα μου με ενδιαφέρον σε κάτι. 2. αμτβ. και μτβ., παρακολουθώ με πολλή προσοχή και ελέγχω, επιτηρώ: Επιβλέπει τους μαθητές στους διαγωνισμούς. – Επιβλέπει στην κατασκευή του έργου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιβλέπετε — ἐπιβλέπω look upon pres imperat act 2nd pl ἐπιβλέπω look upon pres ind act 2nd pl ἐπιβλέπω look upon imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβλέπῃ — ἐπιβλέπω look upon pres subj mp 2nd sg ἐπιβλέπω look upon pres ind mp 2nd sg ἐπιβλέπω look upon pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβλεπόμενον — ἐπιβλέπω look upon pres part mp masc acc sg ἐπιβλέπω look upon pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβλεπόντων — ἐπιβλέπω look upon pres part act masc/neut gen pl ἐπιβλέπω look upon pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβλέπει — ἐπιβλέπω look upon pres ind mp 2nd sg ἐπιβλέπω look upon pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβλέπομεν — ἐπιβλέπω look upon pres ind act 1st pl ἐπιβλέπω look upon imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβλέπον — ἐπιβλέπω look upon pres part act masc voc sg ἐπιβλέπω look upon pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»