Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπιβήτωρ

См. также в других словарях:

  • ἐπιβήτωρ — one who mounts masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβήτορα — ἐπιβήτωρ one who mounts masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβήτορας — ἐπιβήτωρ one who mounts masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβήτορες — ἐπιβήτωρ one who mounts masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβήτορι — ἐπιβήτωρ one who mounts masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιβήτορας — ο (AM ἐπιβήτωρ) [επιβαίνω] (για αρσενικό ζώο) αυτός που οχεύει, ο βατευτής μσν. νεοελλ. 1. αυτός που ανήλθε αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο 2. όποιος πήρε αντικανονικά αξίωμα ή εξουσία νεοελλ. 1. αρσενικό ζώο που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»