-
1 επιβήτωρ
-
2 ἐπιβήτωρ
-
3 επιβητωρ
-
4 ἐπιβήτωρ
A one who mounts,ἐ. ἵππων Od.18.263
, Simm.1.3; νεὼς ἐπιβήτορα λαόν, = ἐπιβάτας, AP7.498 (Antip.(?)); ἐ. κύκλων, of the Trojan horse, Tryph.307.II. as Adj., springing, Nonn.D.20.113.2. metaph., at home in, master of a thing,θηροδιδασκαλίης Man.4.245
; dwelling in, ὕλης οὐρανίας κτλ. Orph.Fr. 353.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιβήτωρ
-
5 ἐπιβήτωρ
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπιβήτωρ
-
6 επιβήτωρ
(-ρρος) ο1) с.-х. производитель, самец; 2) перен. узурпатор -
7 ἐπιβήτωρ
-
8 производитель
производитель Iм эк. ὁ παραγωγός· ◊ \производитель работ ὁ ἐργοδηγός.производитель IIм (в (животноводстве) ὁ ὀχευτής, ὁ βατευτής, ὁ ἐπιβήτωρ:жеребец-\производитель ὁ ἐπιβήτωρ (ίππος). -
9 κάπρος
κάπρος, ὁ, der Eber; συῶν ἐπιβήτωρ Od. 11, 130; bes. der wilde, Il. 17, 725; Hes. Sc. 386; auch σῠς κάπρος verbunden, Il. 5, 783. 7, 257. 17, 21, das wilde Schwein; Tragg. u. in Prosa. – Bei Ar. Lys. 202, προςλαβοῦ μοι τοῦ κάπρου, wo eigtl. an ein Opfer zu denken, findet der Schol. eine Anspielung auf das αἰδοῖον, wofür das Wort auch nach Suid. steht. – Ein Seefisch, der einen grunzenden Ton von sich gab, Philem. bei Ath. VII, 288 f, vgl. ibd. 305 d ff. u. Arist. H. A. 4, 9, 3.
-
10 ἐφ-ιππαστήρ
ἐφ-ιππαστήρ, ῆρος, ὁ, bei Apoll. L. H. als Erkl. zu ἐπιβήτωρ gesetzt.
-
11 ἱππο-βάτης
ἱππο-βάτης, ὁ, 1) Rossebesteiger, Ritter, Aesch. Pers. 26. – 21 ὄνοι (vgl. ἐπιβήτωρ), Beschäler, Zuchthengst, Strab. 8, 8, 1 (Kramer ἱπποβάτοις).
-
12 επιβήτορα
-
13 ἐπιβήτορα
-
14 επιβήτορας
-
15 ἐπιβήτορας
-
16 επιβήτορες
-
17 ἐπιβήτορες
-
18 επιβήτορι
-
19 ἐπιβήτορι
-
20 ἐφιππαστήρ
A = ἐπιβήτωρ, Apollon.Lex. s.v. ἐπιβώτορι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφιππαστήρ
См. также в других словарях:
ἐπιβήτωρ — one who mounts masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβήτορα — ἐπιβήτωρ one who mounts masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβήτορας — ἐπιβήτωρ one who mounts masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβήτορες — ἐπιβήτωρ one who mounts masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβήτορι — ἐπιβήτωρ one who mounts masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιβήτορας — ο (AM ἐπιβήτωρ) [επιβαίνω] (για αρσενικό ζώο) αυτός που οχεύει, ο βατευτής μσν. νεοελλ. 1. αυτός που ανήλθε αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο 2. όποιος πήρε αντικανονικά αξίωμα ή εξουσία νεοελλ. 1. αρσενικό ζώο που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για … Dictionary of Greek