-
1 ἐπιήρανος
ἐπιήρᾰνος, ον,II. after Hom., helping, assisting,Μινύαις ἐπιήρανος Orph.A.98
(prob.).2. ruling, governing, Ἀθηνάωνἐπιήρανε IG14.1389
ii1, cf.Nonn.D.2.683;σοφῶν ἐ. ἔργων Emp.129.3
; καλῶν ἐ. ἔργων, of Dionysus, Ion Eleg.1.15.3. warding off, re pelling,ἐπιήρανος ἀσπὶς ἀκόντων ¯ AP9.41
([place name] Theon).4. νεύρων ἐπιή ρανος strengthening, giving tension, Pl.Com.173.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιήρανος
-
2 επιήρανος
-
3 ἐπιήρανος
-
4 ἐπιήρανος 1
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐπιήρανος 1
-
5 ἐπιήρανος 2
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐπιήρανος 2
-
6 ἐπιήρανος
ἐπι-ήρανος ( ἦρα): agreeable; θυμῷ, Od. 19.343†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπιήρανος
-
7 επιήρανον
-
8 ἐπιήρανον
-
9 επιήρανα
-
10 ἐπιήρανα
-
11 επιήρανε
-
12 ἐπιήρανε
-
13 ἐπήρανος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπήρανος
-
14 ἐπίηρα
A = ἦρα φέρειν or ἦρα ἐπιφέρειν, bring one acceptable gifts, render service,ἐπίηρα φέροντα S.OT 1094
(lyr.), cf. Rhian.1.21;ἐπίηρα φέρεσθαι A.R.4.375
;δέχθαι AP13.22
(Phaedim.); ἐπίηρα, as Adv., = χάριν, for the sake of, Antim.87; ὃς κακὰ πόλλ' ὑπέμεινε μιῆςἐ. θυγατρός PHamb.22.2
(iv A.D.).II. sg. ἐπίηρος pleasant, grate ful,χθών Emp.96.1
;γέρας Simm.6.3
: [comp] Comp.ἐπιηρέστερος Epich. 186
. Cf. ἦρα, ἐπιήρανος. -
15 ἤρανος
ἤρᾰνος, ὁ,A keeper,μήλων A.R.2.513
;Ἡσίοδος πάσης ἤ. ἱστορίης Hermesian.7.22
; Μουσαῖος Χαρίτων ἤ. ib.16;ἤραν' ἁλίων μυχῶν Simm.13
; glossed by βασιλεὺς ἢ βοηθός, EM436.28, cf. Hsch.: [full] ἠραϝέων· βοηθῶν, χαριζόμενος, Id. (Cf.ἐπιήρανος 11
.)
См. также в других словарях:
επιήρανος — ἐπιήρανος, ον (Α) [επίηρα] 1. ευχάριστος, ευπρόσδεκτος («ποδάνιπτρα ποδῶν ἐπιήρανα θυμῷ», Ομ. Οδ.) 2. βοηθός, αρωγός («Μινύαις ἐπιήρανε») 3. κυβερνήτης, επόπτης (α. «Ἀθηναίων ἐπιήρανε» β. «ἔργων ἐπιήρανος») 5. φρ. «νεύρων ἐπιήρανος» αυτός που… … Dictionary of Greek
ἐπιήρανος — pleasing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιήρανον — ἐπιήρανος pleasing masc/fem acc sg ἐπιήρανος pleasing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιήρανα — ἐπιήρανος pleasing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιήρανε — ἐπιήρανος pleasing masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλαθηνός — ή, ό (AM γαλαθηνός, ή, όν) (για βρέφη και νεογνά ζώων) αυτός που θηλάζει ακόμη, που δεν τρώει ακόμη στερεά τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα + θη , θήσθαι (απρμφ. ενεστ. με σημασία «θηλάζειν») + (επίθημα) νο ς κατά το αγανός (πρβλ. επιήρανος, θαλπνός,… … Dictionary of Greek
u̯er-11, u̯erǝ- — u̯er 11, u̯erǝ English meaning: friendship; trustworthy, true Deutsche Übersetzung: “Freundlichkeit (erweisen)” Material: A. root nouns u̯ēr : Gk. Fηρ in Hom. (ἐπι) ἦρα φέρειν “einen Gefallen tun”, Pherek. ἦρα ἴσθι, Bacchyl. ἦρα… … Proto-Indo-European etymological dictionary