Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐπιέσσαμεν

См. также в других словарях:

  • ἐπιέσσαμεν — ἐπϊέσσαμεν , ἐφίζω set upon aor ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιέννυμι — ἐπιέννυμι (Α) 1. ρίχνω ένδυμα πάνω σε κάποιον («χλαῖναν δ’ ἐπιέσσαμεν ἡμεῖς», Ομ. Οδ.) 2. μέσ. ντύνομαι 3. φρ. α) «ἐπιέννυμαι γῆν» ντύνομαι το χώμα, πεθαίνω β) «ἀναιδείην ἐπιειμένε» που φοράς την αναίδεια σαν ρούχο σου, αδιάντροπε. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»