-
1 ἐφέννῡμι
ἐφ-έννῡμι, bekleiden; sich anziehen; ἐφεσσάμενος βῶλον, vom Begrabenwerden -
2 ἐπι-έννῡμι
ἐπι-έννῡμι, ion. = ἐφέννῡμι, dazu, darüber anziehen, χλαῖναν δ' ἐπιέσσαμεν, wir zogen oder breiteten eine Decke über ihn, Od. 20, 143. Häufiger im med. u. pass., ἐπιεσσάμενος νῶτον κρόκαις Pind. N. 10, 44; γᾶν ἐπιεσσόμενος, sich in Erde hüllen, begraben werden, 11, 16, wie γῆν ἐπιέσασϑαι Xen. Cyr. 6, 4, 6, von Hesych. ταφῆναι erkl. (s. ἐφέννυμι); vgl. τί πλέον γῆν ἐπιεννύμεϑα Leon. Tar. 68 (VII, 480); Ἀΐδαο ἐπιειμένος ἀχλύν 96 (VII, 283); χαλκὸν ἐπίεσται, hat er angezogen, ist mit Erz bedeckt, Orac. Her. 1, 47; übertr., ϑοῦριν ἐπιειμένοι ἀλκήν Il. 8, 262, μεγάλην ἐπιειμένον ἀλκήν Od. 9, 214, mit Stärke angethan, gerüstet, ἀναιδείην ἐπιειμένε, mit Frechheit angethan, Il. 1, 149; auch mit dem dat., λευκοῖσιν δ' ἑκάτερϑε κόμας ἐπιειμένη ὤμοις Ap. Rh. 3, 45, vgl. 4, 179.
-
3 ἐπ-είνῡμι
См. также в других словарях:
εφέννυμι — ἐφέννυμι (Α) (άχρ. τ.) βλ. ἐπιέννυμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἕννυμι «ενδύω»] … Dictionary of Greek
εφεστρίς — ἐφεστρίς, ίδος, ἡ (ΑΜ, Μ και ἐφεστρίδα) [εφέννυμι] επανωφόρι, μανδύας («πάνυ δὲ παχεῑαι ἐφεστρίδες», Ξεν.) μσν. σέλα αρχ. 1. χιτώνας φιλοσόφου 2. στρατιωτική χλαμύδα («κροσσωτὴν ἐφεστρίδα», Πλούτ.) 3. μανδύας γερουσιαστή («πᾱσα ἡ σύγκλητος… … Dictionary of Greek