-
1 επητύς
-
2 ἐπητύς
-
3 ἐπητύς
ἐπητύς, ύος, ἡ, Leutseligkeit, Wohlwollen; Homer einmal, Odyss. 21, 306 οὐ γάρ τευ ἐπητύος ἀντιβολήσεις, var. lect. ἐπητέως (? ἐπητέος?), s. s. v. ἐπητής.
-
4 επητυς
-
5 ἐπητύς
-
6 ἐπητύς
ἐπητύς, ύος, ἡ, Leutseligkeit, Wohlwollen -
7 ἐπητύς
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπητύς
-
8 ἐπήτεια
-
9 επητύι
-
10 ἐπητύι
-
11 επητύν
-
12 ἐπητύν
-
13 επητύος
-
14 ἐπητύος
-
15 μεταίτησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταίτησις
-
16 ἐπήτεια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπήτεια
-
17 ἐπητής
A courteous, gentle, opp. rude and barbarous, Od.13.332;ἐπητῇ ἀνδρὶ ἔοικας 18.128
: pl. ἐπητέες as fem., A.R.2.987 ( ἐπήτιδες Lobeck); cf. ἐπητύς. -
18 ἐπητής
Grammatical information: adj.Meaning: etwa `sedate, behaving well, benevolent' (ν 332, σ 128; A. R. 2, 987; cf. Fraenkel Nom. ag. 1, 32 n. 2)Derivatives: ἐπητύς f. (φ 306) `good behaviour, benevolence'.Etymology: Uncertain. Acc. to Wackernagel Unt. 42 n. 2 from ἕπω in the meaning of Skt. sápati `care, honour' with η-enlargenent as in ἐδ-η-τύς, and psilosisPage in Frisk: 1,535Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐπητής
См. также в других словарях:
επητύς — ἐπητύς και έπήτεια, η (Α) [επητής] φιλοφροσύνη, ευμένεια … Dictionary of Greek
ἐπητύς — ἐπητύ̱ς , ἐπητύς courtesy fem acc pl ἐπητύς courtesy fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπητύν — ἐπητύς courtesy fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπητύος — ἐπητύς courtesy fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… … Dictionary of Greek
επήτεια — ἐπήτεια, η (Α) βλ. επητύς … Dictionary of Greek
ἐπητύι — ἐπητύϊ , ἐπητύς courtesy fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)