-
1 επητεία
ἐπητείᾱ, ἐπήτειαfem nom /voc /acc dual——————ἐπητείᾱͅ, ἐπήτειαfem dat sg (attic doric aeolic) -
2 επήτεια
-
3 ἐπήτεια
-
4 ἐπήτεια
-
5 ἐπήτεια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπήτεια
-
6 ἐπητεία
Βλ. λ. επητεία -
7 ἐπητείᾳ
Βλ. λ. επητεία -
8 επητείησι
-
9 ἐπητείῃσι
-
10 επητείησιν
-
11 ἐπητείῃσιν
См. также в других словарях:
ἐπητεία — ἐπητείᾱ , ἐπήτεια fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπητείᾳ — ἐπητείᾱͅ , ἐπήτεια fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επήτεια — ἐπήτεια, η (Α) βλ. επητύς … Dictionary of Greek
ἐπήτεια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπητείῃσι — ἐπήτεια fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπητείῃσιν — ἐπήτεια fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επητύς — ἐπητύς και έπήτεια, η (Α) [επητής] φιλοφροσύνη, ευμένεια … Dictionary of Greek