Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἐπητής

См. также в других словарях:

  • επητής — ἐπητής, ο (Α) 1. συνετός, φρόνιμος 2. ευπροσήγορος, καλοθελητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με το ρ. έπω «φροντίζω ασχολούμαι», αλλά με ψίλωση και με παρέκταση σε ητής] …   Dictionary of Greek

  • ἐπητής — courteous masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηταί — ἐπητής courteous masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπητῇ — ἐπητής courteous masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπητήν — ἐπητής courteous masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επητύς — ἐπητύς και έπήτεια, η (Α) [επητής] φιλοφροσύνη, ευμένεια …   Dictionary of Greek

  • ούνεκα — οὕνεκα και, πριν από φωνήεν, οὕνεκεν (Α) (αναφ. σύνδ. αντί oὗ ἕνεκα) 1. γι αυτό, ένεκα τούτου («οὕνεκεν... τὸ πεποναμένον εὖ μή... κρυπτέτω», Πίνδ.) 2. (ως ανταπόδοση στο τοῡδ ἕνεκα, τοὔνεκα και στο τῷ) επειδή, διότι (α. «τοῡδ ἕνεκά σφιν... ἄλγεα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»