-
1 ἐπητής
ἐπητής ὁ, wohlwollend, verständig; Hom. dreimal: Odyss. 18, 128 ἐπητῇ δ' ἀνδρὶ ἔοικας; 13, 332 οὕνεκ' ἐπητής ἐσσι καὶ ἀγχίνοος καὶ ἐχέφρων; Odyss. 21, 306 οὐ γάρ τευ ἐπητύος ἀντιβολήσεις ἡμετέρῳ ἐνὶ δήμῳ, Aristarch (vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 152) schrieb nach Apollon. Lex. Hom. p. 71, 34 οὐ γάρ τευ ἐπητέως (? ἐπητέος?) und erklärte ἐπητέως (? ἐπητέος?) = εὐγνώμονος. Aus derselben Stelle des Apollon. scheint zu erhellen, daß Aristarch Odyss. 13, 332 ἐπητής = συνετός erklärte. Ueber die Ableitung des Wortes s. Apoll. Lex. l. c. u. Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 2. Ausg. S. 346, über den Accent Schol. Odyss. 13, 332 (Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 301). – Bei An. Rh. 2, 987 von den Amazonen, οὐ μάλ' ἐπητέες.
-
2 ἐπητής
-
3 ἀγχί-νοος
ἀγχί-νοος, - νους, schnellauffassend, scharfsinnig, Hom. einmal, Odyss. 13, 332 ἐπητής ἐσσι καὶ ἀγχίνοος καὶ ἐχέφρων, Scholl. ταχὺς περὶ τὸ νοῆσαι; Plat. verb. mit εὐμαϑής u. μνήμων Legg. V, 747 b, mit ὀξύς Theaet. 144 a; διὰ τὸ ἀγχ. εἶναι ταχὺ ἀπεκρίνετο Xen. Cvr. 1, 4, 3; – ἀγχινούστερος Aesop. 57. – Adv. ἀγχίνως, Arist.
-
4 ἐπητύς
ἐπητύς, ύος, ἡ, Leutseligkeit, Wohlwollen; Homer einmal, Odyss. 21, 306 οὐ γάρ τευ ἐπητύος ἀντιβολήσεις, var. lect. ἐπητέως (? ἐπητέος?), s. s. v. ἐπητής.
См. также в других словарях:
επητής — ἐπητής, ο (Α) 1. συνετός, φρόνιμος 2. ευπροσήγορος, καλοθελητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με το ρ. έπω «φροντίζω ασχολούμαι», αλλά με ψίλωση και με παρέκταση σε ητής] … Dictionary of Greek
ἐπητής — courteous masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηταί — ἐπητής courteous masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπητῇ — ἐπητής courteous masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπητήν — ἐπητής courteous masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επητύς — ἐπητύς και έπήτεια, η (Α) [επητής] φιλοφροσύνη, ευμένεια … Dictionary of Greek
ούνεκα — οὕνεκα και, πριν από φωνήεν, οὕνεκεν (Α) (αναφ. σύνδ. αντί oὗ ἕνεκα) 1. γι αυτό, ένεκα τούτου («οὕνεκεν... τὸ πεποναμένον εὖ μή... κρυπτέτω», Πίνδ.) 2. (ως ανταπόδοση στο τοῡδ ἕνεκα, τοὔνεκα και στο τῷ) επειδή, διότι (α. «τοῡδ ἕνεκά σφιν... ἄλγεα … Dictionary of Greek