-
1 ἀγχί-νοος
ἀγχί-νοος, - νους, schnellauffassend, scharfsinnig, Hom. einmal, Odyss. 13, 332 ἐπητής ἐσσι καὶ ἀγχίνοος καὶ ἐχέφρων, Scholl. ταχὺς περὶ τὸ νοῆσαι; Plat. verb. mit εὐμαϑής u. μνήμων Legg. V, 747 b, mit ὀξύς Theaet. 144 a; διὰ τὸ ἀγχ. εἶναι ταχὺ ἀπεκρίνετο Xen. Cvr. 1, 4, 3; – ἀγχινούστερος Aesop. 57. – Adv. ἀγχίνως, Arist.
-
2 ἀγχίνοος
ἀγχί-νοος, einer, der den Geist nahe od. gegenwärtig hat; schnellauffassend, scharfsinnig
См. также в других словарях:
ευρύνοος — εὐρύνοος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει ευρεία έννοια («εὐρύνοος ῥήτρη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + νοος (< νο ος, νους), πρβλ. αγχί νοος, εύ νοος] … Dictionary of Greek