Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπηρεφής

См. также в других словарях:

  • επηρεφής — ἐπηρεφής ές (Α) 1. αυτός που κρέμεται από ψηλά, που προεξέχει («κρημνοὶ ἐπηρεφέες», Ομ. Ιλ.) 2. σκεπαστός, θολωτός 3. καλυμμένος, σκεπασμένος με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ηρεφής (< ερέφω «σκεπάζω, στεγάζω»)] …   Dictionary of Greek

  • ἐπηρεφής — overhanging masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηρεφῆ — ἐπηρεφής overhanging neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπηρεφής overhanging masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐπηρεφής overhanging masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηρεφεῖς — ἐπηρεφής overhanging masc/fem acc pl ἐπηρεφής overhanging masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηρεφές — ἐπηρεφής overhanging masc/fem voc sg ἐπηρεφής overhanging neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηρεφέας — ἐπηρεφής overhanging masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηρεφέες — ἐπηρεφής overhanging masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηρεφέεσσιν — ἐπηρεφής overhanging masc/fem/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηρεφέος — ἐπηρεφής overhanging masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηρεφέ' — ἐπηρεφέα , ἐπηρεφής overhanging neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐπηρεφέα , ἐπηρεφής overhanging masc/fem acc sg (epic ionic) ἐπηρεφέϊ , ἐπηρεφής overhanging dat sg (epic) ἐπηρεφέε , ἐπηρεφής overhanging masc/fem/neut nom/voc/acc dual (epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερέφω — ἐρέφω και ἐρέπτω (Α) 1. στεγάζω, καλύπτω με στέγη, σκεπάζω («ξύλοις ἤρεψεν τὴν οἰκίαν», Δημοσθ.) 2. επιστέφω, στεφανώνω, καλύπτω με στεφάνι 3. διακοσμώ, στολίζω κάτι σαν με στεφάνι ή με άνθη («κρανίοις... ναόν... ἐρέφοντα», Πίνδ.) 4. καλύπτω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»