-
1 επηρεασμός
-
2 ἐπηρεασμός
-
3 ἐπηρεασμός
ἐπηρε-ασμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπηρεασμός
-
4 επηρεασμού
-
5 ἐπηρεασμοῦ
-
6 επηρεασμόν
-
7 ἐπηρεασμόν
-
8 ἐπήρεια
Grammatical information: f.Meaning: `bad treatment, offence, threat' (Att.).Derivatives: ἐπηρεάζω (- ει- IG 5 [2]: 6, 46, Tegea IVa) `treat presumptuously, revile, threat' (Hdt., Att., Arc.) with ἐπηρεασμός (Arist.), - αστής (Sm., pap.), - αστικός ( Com. Adesp. 202 u. a.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Abstract of an adjective *ἐπ-ηρής, usually connected with ἀρειή, ἀρή (s. vv.) but in detail unclear. Acc. to Wackernagel KZ 33, 57 = Kl. Schr. 1, 736 with lengthening in compounds from *ἔρος, which he finds in ἐρεσχηλέω (s. v.). Fraenkel Nom. ag. 1, 109 n. 3 considers *ἔρος as full grade of ἀπ-αρές, ἄρος (s. ἀρή), ἀρειή (\< *ἀρεσ-ιά̄), Ἄρης [hardly possible}. Blanc RPh 71 (1997)159 thinks the basic meaning is `want to find difficulties' and connects ἐρέθω, ἐρεθίζω; no details.Page in Frisk: 1,535Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐπήρεια
См. также в других словарях:
ἐπηρεασμός — despiteful treatment masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επηρεασμός — ο (AM ἐπηρεασμός) [επηρεάζω] νεοελλ. η επήρεια μσν. ενόχληση αρχ. μεταχείριση με κακότητα … Dictionary of Greek
επηρεασμός — ο η επήρεια (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπηρεασμοῦ — ἐπηρεασμός despiteful treatment masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηρεασμόν — ἐπηρεασμός despiteful treatment masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυθυποβολή — η ο ασυνείδητος ή ενσυνείδητος επηρεασμός των ιδεών και των πεποιθήσεων ενός ατόμου από το ίδιο το άτομο με αποτέλεσμα την πρόκληση μόνιμων ψυχικών ή σωματικών μεταβολών … Dictionary of Greek
επίρροια — η (AM ἐπίρροια) επιρροή, εισροή μέσα σε κάτι νεοελλ. 1. επίδραση, επηρεασμός 2. κύρος, επιβολή μσν. επιδρομή αρχ. 1. (για ποτάμι) ρεύμα 2. μτφ. αφθονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ρροια < ρόFoς ρους < ρέω (πρβλ. αιμόρροια, άρροια, υδρόρροια κ.ά.)] … Dictionary of Greek
επιρροή — η (Α ἐπιρροή) νεοελλ. 1. μτφ. επίδραση, επενέργεια, επηρεασμός, επιβολή («ασκεί μεγάλη επιρροή επάνω σου» σέ επηρεάζει πολύ) 2. απόλ. μτφ. προσωπικό ή κοινωνικό ή πολιτικό κύρος, δύναμη («ἐχει μεγάλη επιρροή στην κυβέρνηση») 3. δημοφιλία 4. (για… … Dictionary of Greek
ευαισθησία — Η ιδιότητα του ευαίσθητου. Ε. λέγεται και η ιδιότητα ενός οργάνου μετρήσεων που αποτελεί ένα από τα μέτρα της ποιότητάς του. Η ε. εκφράζεται με τον λόγο της γραμμικής ή γωνιακής μετατόπισης Δα του δείκτη στην κλίμακα του οργάνου προς τη μεταβολή… … Dictionary of Greek
καταγοήτευσις — καταγοήτευσις, ἡ (Μ) [καταγοητεύω] ο επηρεασμός με μαγικά μέσα … Dictionary of Greek
υποβολή — (από το ρήμα υποβάλλω, βάζω κάτω από άλλον, βάζω κάτι στην κρίση ανωτέρου μου, υπαγορεύω κάτι, εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί την επιρροή μου). Υ. υπάρχει όταν προτείνουμε ή εισηγούμαστε μια ιδέα ή μια πράξη σε άλλον. Στο θέατρο λέγεται η… … Dictionary of Greek