-
1 επημάτιος
-
2 ἐπημάτιος
-
3 ἐπημάτιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπημάτιος
-
4 επημάτιον
-
5 ἐπημάτιον
-
6 επηματίη
-
7 ἐπηματίη
-
8 επημάτιαι
-
9 ἐπημάτιαι
См. также в других словарях:
επημάτιος — ἐπημάτιος, η, ον (AM) καθημερινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ήμαρ «ημέρα»] … Dictionary of Greek
ἐπημάτιος — day by day masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπημάτιον — ἐπημάτιος day by day masc acc sg ἐπημάτιος day by day neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηματίη — ἐπημάτιος day by day fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπημάτιαι — ἐπημάτιος day by day fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)