-
1 επημάτιαι
-
2 ἐπημάτιαι
См. также в других словарях:
ἐπημάτιαι — ἐπημάτιος day by day fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επημάτιαι
2 ἐπημάτιαι
ἐπημάτιαι — ἐπημάτιος day by day fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)