Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐπεστρέφοντο

См. также в других словарях:

  • ἐπεστρέφοντο — ἐπιστρέφω turn about imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιστρέφω — (AM ἐπιστρέφω) [στρέφω] επανέρχομαι, γυρίζω πίσω («θα επιστρέψω σε μία ώρα») μσν. νεοελλ. στέλνω κάτι πίσω («επέστρεψα τα βιβλία») μσν. 1. ανταποδίδω 2. απομακρύνω, αποτρέπω από κάτι κακό 3. μεταβάλλω 4. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη 5. μέσ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»