Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐπεσβόλος

См. также в других словарях:

  • επεσβόλος — ἐπεσβόλος, ον (Α) 1. φλύαρος, αθυρόστομος («ὅς τὸν λωβητῆρα ἐπεσβόλον ἔσχ ἀγοράων», Ομ. Ιλ.) 2. υβριστικός («νεῑκος ἐπεσβόλον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < έπεσ (θ. τού τ. έπος) + βόλος (< βάλλω)] …   Dictionary of Greek

  • ἐπεσβόλος — throwing words about masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεσβόλον — ἐπεσβόλος throwing words about masc/fem acc sg ἐπεσβόλος throwing words about neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεσβολώτατος — ἐπεσβόλος throwing words about masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεσβόλε — ἐπεσβόλος throwing words about masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεσβόλοι — ἐπεσβόλος throwing words about masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεσβόλοις — ἐπεσβόλος throwing words about masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεσβόλου — ἐπεσβόλος throwing words about masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεσβόλους — ἐπεσβόλος throwing words about masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επεσβολία — ἐπεσβολία, η (Α) [επεσβόλος] λοιδορία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»