-
1 επεσβόλοι
-
2 ἐπεσβόλοι
См. также в других словарях:
ἐπεσβόλοι — ἐπεσβόλος throwing words about masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επεσβόλοι
2 ἐπεσβόλοι
ἐπεσβόλοι — ἐπεσβόλος throwing words about masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)