Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπαύρω

См. также в других словарях:

  • επαυρώ — ἐπαυρῶ, έω και ἐπαυρίσκω (Α) 1. μετέχω, παίρνω μέρος, απολαμβάνω, καρπώνομαι («τῶν τινὰ βέλτερόν ἐστιν ἐπαυρέμεν», Ομ. Οδ.) 2. βρίσκω κατά καλή τύχη («εἰ κ ἐσθλοῑο κυβερνητῆρος ἐπαύρῃ», Απολλ. Ρόδ.) 3. αγγίζω, φθάνω ως («λίθου δ ἀλέασθαι… …   Dictionary of Greek

  • ἐπαυρῶ — ἐπαυρέω partake of pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπαυρέω partake of pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαύρω — ἐπαυρέω partake of aor ind mid 2nd sg (doric) ἐπαυρέω partake of aor subj act 1st sg ἐπαυρέω partake of aor subj act 1st sg ἐπαυρέω partake of aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαύρεσις — ἐπαύρεσις, η (Α) [επαυρώ] απόλαυση τού καρπού ενός πράγματος, ωφέλεια ή ζημία από κάτι, κάρπωση («ταχείας τὰς ἐπαυρέσεις καὶ πρὸς τὸ τερπνὸν ἠξίουν ποιεῑσθαι», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»