-
1 επαρχια
-
2 επαρχία
η1) епархия (административная единица в Греции, входящая в ном); 2) провинция;ζώ στην επαρχία — жить в провинции
-
3 επαρχία
[эпархиа] ουσ θ провинция. -
4 αποσύρω
(αόρ. απόσυρα и απέσυρα) μετ.1) оттаскивать назад; убирать; удалять;αποσύρω τα χώματα από τον δρόμο — убрать землю с дороги;
2) прям., перен. брать обратно, забирать; снимать, отменять;αποσύρω χρήματα από το ταμιευτήριο — снять деньги со сберкнижки;
αποσύρω αγωγήν — прекращать иск;
αποσύρω τα παιδιά μου από το σχολείο — забирать детей из школы;
αποσύρω την πρόταση μου — снимать своё предложение;
αποσύρω τό θέμα απ' την ημερήσια διάταξη — снимать вопрос с повестки дня;
αποσύρω την υποψηφιότητα μου — отвести свою кандидатуру, сделать самоотвод;
3) отзывать, отводить (войска и т. п.);1) — удаляться; — отходить; — уходить;αποσύρομαι
αποσύρομαι στο δωμάτιο μου — уходить в свою комнату;
αποσύρομαι στην επαρχία — удаляться в провинцию;
αποσύρομαι γιά ύπνο — отходить ко сну;
2) отступать, отходить (о войсках);3) оставлять (работу и т. п.), отходить от дел -
5 καπνοπαραγωγός
См. также в других словарях:
ἐπαρχία — ἐπαρχίᾱ , ἐπαρχία the government of an fem nom/voc/acc dual ἐπαρχίᾱ , ἐπαρχία the government of an fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαρχία — (provincia). Ζώνη επιρροής και αρμοδιότητας, στη ρωμαϊκή ιστορία, μέσα στην οποία ασκούσε τις δικαιοδοσίες του ένας δημόσιος λειτουργός· ο πραίτορας της πόλης ήταν υπεύθυνος, παραδείγματος χάριν, για την ε. της πόλης, ο πραίτορας των ξένων για… … Dictionary of Greek
ἐπαρχίᾳ — ἐπαρχίαι , ἐπαρχία the government of an fem nom/voc pl ἐπαρχίᾱͅ , ἐπαρχία the government of an fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαρχιά — (provincia). Ζώνη επιρροής και αρμοδιότητας, στη ρωμαϊκή ιστορία, μέσα στην οποία ασκούσε τις δικαιοδοσίες του ένας δημόσιος λειτουργός· ο πραίτορας της πόλης ήταν υπεύθυνος, παραδείγματος χάριν, για την ε. της πόλης, ο πραίτορας των ξένων για… … Dictionary of Greek
επαρχία — η 1. παλαιότερη διοικητική περιφέρεια που υπαγόταν στο νομό. 2. κάθε άλλη περιοχή της χώρας εκτός από την περιοχή όπου βρίσκεται η πρωτεύουσα: Φαίνεται απ το ντύσιμό του ότι είναι από επαρχία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Επαρχία του Ακρωτηρίου — (αγγλ. Province of the Cape of Good Hope, αφρικαν. Kaap provinsie). Παλαιότερη επαρχία (660.780 τ. χλμ.) της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας. Ήταν η πιο εκτεταμένη από της τέσσερις επαρχίες της χώρας. Περιλάμβανε την περιοχή νότια του Οράγκη και… … Dictionary of Greek
Τεμένους, επαρχία — Διοικητική διαίρεση (έκτ. 184 τ. χλμ., του νομού Ηρακλείου. Πρωτεύουσα είναι το Ηράκλειο. Η επαρχία Τ. αποτελούσε στα χρόνια της τουρκοκρατίας, μαζί με το Μαλεβύζι, μία επαρχία. Στην επαρχία αυτή βρίσκονται μεγάλοι οικισμοί όπως των Αρχανών (Πάνω … Dictionary of Greek
Αγίου Βασιλείου, επαρχία — Πρώην επαρχία (350 τ. χλμ.) του νομού Ρεθύμνης της Κρήτης, που καταργήθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας. Η επαρχία βρισκόταν στο τμήμα του νησιού που εκτείνεται προς το Λιβυκό πέλαγος και συνόρευε με τις πρώην επαρχίες Σφακίων και Αμαρίου.… … Dictionary of Greek
Αιγιαλείας, επαρχία — Πρώην επαρχία (513 τ. χλμ.) του νομού Αχαΐας, στο βορειοανατολικό τμήμα του. Αιγιαλείς ονομάζονταν οι αρχαίοι κάτοικοι της Πάτρας και της περιοχής της. Στα χρόνια της φραγκοκρατίας η επαρχία λεγόταν Βοστίτσα. Είχε πρωτεύουσα το Αίγιο … Dictionary of Greek
Βάλτου, επαρχία — Μία από τις ιστορικές πρώην επαρχίες του νομού Αιτωλοακαρνανίας, στο ΒΔ τμήμα του. Πρωτεύουσά της ήταν η Αμφιλοχία. Οι κάτοικοι της ε.Β. είχαν διακριθεί για τη μαχητικότητά τους. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας ήταν σε συνεχή αγώνα εναντίον των… … Dictionary of Greek
Λευκωσίας, επαρχία — Διοικητική διαίρεση (2.727 τ. χλμ., 273.129κάτ. το 2001) της Κύπρου. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νησιού. Στα ΒΔ βρέχεται από τον κόλπο της Μόρφου. Συνορεύει στα Β με την επαρχία Κερύνειας, στα Α με τις επαρχίες Αμμοχώστου και Λάρνακας, στα Ν … Dictionary of Greek