-
1 αποσυρω
1) срывать(τὰς ἐπάλξεις Thuc.)
2) раздирать(μέτωπον ἐς ὀστέον Theocr.)
3) разрывать, выравнивать(τέν ἐπιπολῆς γῆν Polyb.)
4) сметать, прогонять(τοὺς πολεμίους Polyb.)
-
2 αποσύρω
(αόρ. απόσυρα и απέσυρα) μετ.1) оттаскивать назад; убирать; удалять;αποσύρω τα χώματα από τον δρόμο — убрать землю с дороги;
2) прям., перен. брать обратно, забирать; снимать, отменять;αποσύρω χρήματα από το ταμιευτήριο — снять деньги со сберкнижки;
αποσύρω αγωγήν — прекращать иск;
αποσύρω τα παιδιά μου από το σχολείο — забирать детей из школы;
αποσύρω την πρόταση μου — снимать своё предложение;
αποσύρω τό θέμα απ' την ημερήσια διάταξη — снимать вопрос с повестки дня;
αποσύρω την υποψηφιότητα μου — отвести свою кандидатуру, сделать самоотвод;
3) отзывать, отводить (войска и т. п.);1) — удаляться; — отходить; — уходить;αποσύρομαι
αποσύρομαι στο δωμάτιο μου — уходить в свою комнату;
αποσύρομαι στην επαρχία — удаляться в провинцию;
αποσύρομαι γιά ύπνο — отходить ко сну;
2) отступать, отходить (о войсках);3) оставлять (работу и т. п.), отходить от дел -
3 κυκλοφορία
η1) круговорот, (круго)оборот; циркуляция; обращение (денег и т. п.);κυκλοφορία του αίματος — кровообращение;
εμπορευματική (νομισματική) κυκλοφορία — товарное (денежное) обращение;
θέτω ( — или βάζω) σε κυκλοφορία — а) пускать в обращение; — б) выпускать; — распространять;
αποσύρω από την κυκλοφορία — изъять из обращения;
2) уличное движение;διπλής φοράς — двустороннее движение;3) тираж (газеты, журнала и т. п.) -
4 υποψηφιότητα
[-ης (-ητος)] η кандидатура;βάζω ( — или θέτω, υποβάλλω) υποψηφιότητα — выставлять кандидатуру;
αποσύρω την υποψηφιότητα μου снять свою кандидатуру
См. также в других словарях:
αποσύρω — αποσύρω, απέσυρα (σπάν. απόσυρα) βλ. πίν. 217 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποσύρω — κ. σέρνω (AM ἀποσύρω) νεοελλ. 1. σύρω προς τα πίσω, απομακρύνω, αποτραβώ 2. σέρνω, τραβώ προς τα έξω 3. παίρνω πίσω αυτό που έχω καταθέσει (χρήματα, αγωγή, μήνυση κ.λπ.) απομακρύνομαι, αποχωρώ, αποτραβιέμαι, παραιτούμαι αρχ. αποσπώ, απογυμνώνω … Dictionary of Greek
αποσύρω — όσυρα, ύρθηκα, υρμένος 1. αποτραβώ, απομακρύνω: Αποφάσισαν να αποσύρουν το παιδί τους από το σχολειό που φοιτά. 2. παίρνω πίσω κάτι που έχω καταθέσει: Θα αποσύρει τα χρήματά της από την τράπεζα. 3. το μέσ., αποσύρομαι, αποχωρώ, απομακρύνομαι:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποσεσυρμένα — ἀποσύρω tear away perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀποσεσυρμένᾱ , ἀποσύρω tear away perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀποσεσυρμένᾱ , ἀποσύρω tear away perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπέσυρεν — ἀποσύρω tear away aor ind pass 3rd pl (epic) ἀπέσῡρεν , ἀποσύρω tear away aor ind act 3rd sg ἀπέσῡρεν , ἀποσύρω tear away imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσεσυρμένον — ἀποσύρω tear away perf part mp masc acc sg ἀποσύρω tear away perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσυρέντα — ἀποσύρω tear away aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀποσύρω tear away aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεσύρη — ἀποσύρω tear away aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσεσυρμένου — ἀποσύρω tear away perf part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσεσυρμένῳ — ἀποσύρω tear away perf part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσυρείς — ἀποσύρω tear away aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)